diki-6

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Για να ολοκληρωθεί η Δίκη των Έξι (στην καθαρεύουσα ήταν «Εξ») θα χρειαστούν δεκατέσσερις συνεδριάσεις του έκτακτου Στρατοδικείου. Διάχυτη είναι η εντύπωση ότι οι κατηγορούμενοι θα καταδικαστούν σε θάνατο.

Από το εξωτερικό όλο και πληθαίνουν οι πιέσεις να μην ληφθεί τέτοια απόφαση. Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και με την έγκριση του μετριοπαθούς πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί στους κατηγορουμένους να ασκήσουν έφεση. Η Επαναστατική Επιτροπή όμως το αρνήθηκε εκ νέου. Η κυβέρνηση Κροκιδά, είτε επειδή δεν αντέχει τις πιέσεις, είτε επειδή διαφωνεί με τους χειρισμούς της Επαναστατικής Επιτροπής (της «Τριανδρίας» Πλαστήρα, Γονατά, Φωκά), παραιτείται και στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς γίνεται πρωθυπουργός. Στο μεταξύ ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης αρρωσταίνει από τύφο (θέριζε τότε ο τύφος) και νοσηλεύεται με πολύ υψηλό πυρετό. Ο συνήγορός του υποβάλλει αίτημα αναβολής της δίκης, αλλά αυτό απορρίπτεται. Έτσι ο Γούναρης δικάζεται ωσεί παρών. Παρά την ασθένειά του, καταφέρνει να συντάξει απολογητικό υπόμνημα 67 (!) σελίδων.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς 15η Νοεμβρίου (28 με το νέο ημερολόγιο), ύστερα από τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης και τις απολογίες των κατηγορουμένων, οι δικαστές αποσύρονται για να συσκεφθούν για την απόφαση. Γύρω στις 7 πμ ανακοινώνεται η απόφαση από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Αλέξανδρο Οθωναίο: Οι Γ. Χατζανέστης, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής καταδικάζονται παμψηφεί σε θάνατο, ενώ οι Ξ. Στρατηγός και Μ. Γούδας σε ισόβια κάθειρξη. Οι στρατιωτικοί Χατζανέστης, Στρατηγός και Γούδας αποφασίζεται να καθαιρεθούν. Στους καταδικασθέντες επιβλήθηκαν και μεγάλα χρηματικά πρόστιμα…

Στις 9 πμ ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ και ανακοινώνει στους Έξι την καταδικαστική απόφαση. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Γούναρη τον είχαν μεταφέρει μέσα στη νύχτα από την κλινική όπου νοσηλευόταν και ενώ κυριολεκτικά ψηνόταν στον πυρετό και μετά βίας στεκόταν στα πόδια του. Τους δίνουν δύο ώρες περιθώριο να αποχαιρετήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Η εκτέλεση θα γίνει αμέσως μετά. Ο Γούναρης αποχαιρετά την αδερφή του, την ανιψιά του και τον άντρα της και γράφει τη λιτή διαθήκη του. Οι υπόλοιποι μελλοθάνατοι αποχαιρετούν συζύγους και παιδιά, γέροντες γονείς και αδέρφια. Κρατούν την ψυχραιμία τους και ζητούν από τους δικούς τους, που θρηνούν γοερά, να μην κρατήσουν κακία στους αντιπάλους τους, ενώ όσοι έχουν γιους, τους συμβουλεύουν να μην ασχοληθούν ποτέ με την πολιτική.

Στις 10:30 στρατιωτικά καμιόνια μεταφέρουν τους μελλοθάνατους στην περιοχή Γουδή, όπου θα γίνει η εκτέλεση. Είναι το άλσος της οδού Αναστάσεως στον σημερινό δήμο Παπάγου. Ο Στράτος και ο Πρωτοπαπαδάκης υποβαστάζουν τον Γούναρη. Ο Στράτος κοιτάζει γύρω του και ρωτά: «Πού πάμε;» για να εισπράξει την απάντηση του Γούναρη: «Στον άλλο κόσμο.» Ο Θεοτόκης, που ήταν Κερκυραίος κόμης, βγάζει το δαχτυλίδι του και ζητά «να το δώσουν εις την κόμισσαν Θεοτόκη». Ο Μπαλτατζής λέει στα παιδιά του: «Εσείς θα μου πείτε au revoir και εγώ bon voyage». Η αδερφή του Χατζανέστη, Λαίδη Αικατερίνη Λω, σύζυγος του Βρετανού διπλωμάτη λόρδου Εδουάρδου Λω, που ήταν παρούσα στη δίκη, καταρρέει. Ο Στράτος ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο από την πολυτελή τσιγαροθήκη του και έπειτα ζητά να τη δώσουν στο γιο του. Προηγουμένως είχε δώσει τσιγάρο και στον Γούναρη, ο οποίος το δέχτηκε κάνοντας χιούμορ ότι θα καπνίσει παρά την απαγόρευση των γιατρών. Ο Πρωτοπαπαδάκης ζητά από τη γυναίκα του να πληρώσει το δικηγόρο του Γούναρη, γιατί εκείνος δεν έχει χρήματα (!). Ο Χατζανέστης δεν επιτρέπει να τον αγγίξουν οι κατώτεροί του. Μόνος του πετά το πηλίκιό του, σκίζει τις επωμίδες του και δηλώνει: «Η μόνη μου εντροπή είναι ότι υπήρξα στρατηγός φυγάδων.» Κανένας δε δέχεται να του δέσουν τα μάτια. Ένας ιερέας ψάλλει τις τελευταίες ευχές…

Στις 11:26 δίνεται το παράγγελμα για πυρ. Οι πυροβολισμοί του εκτελεστικού αποσπάσματος σκίζουν τη σιωπή και οι Έξι σωριάζονται νεκροί… Η κηδεία τους θα γίνει το μεσημέρι της ίδιας μέρας στο Α΄ Νεκροταφείο…

Ένα βρετανικό αντιτορπιλικό ερχόταν από τη Γένοβα, κομίζοντας αίτηση της Μ. Βρετανίας να δοθεί χάρη. Δεν πρόλαβε. Ο Πάγκαλος είχε επισπεύσει την εκτέλεση ακριβώς για αυτόν τον λόγο! Η εκτέλεση των Έξι προκάλεσε διεθνή κατακραυγή.

Σκοτεινός και αμφιλεγόμενος υπήρξε και ο ρόλος του Βενιζέλου. Με το κίνημα της Επαναστατικής Επιτροπής είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας ρόλο διαπραγματευτή. Παρά τις πιέσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, εκείνος δήλωνε ότι δεν αναμειγνυόταν στα εσωτερικά θέματα της Ελλάδας (!). Έστειλε πάντως ένα τηλεγράφημα για να εμποδίσει τις εκτελέσεις, το οποίο όμως άργησε μία μέρα…

Σήμερα οι περισσότεροι μελετητές φρονούν ότι η καταδίκη των Έξι σε θάνατο υπήρξε κατάφωρα άδικη, επειδή όχι μόνο δεν τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα από το Νόμο για τη διεξαγωγή της δίκης, αλλά και γιατί στην ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε δόλος στις πράξεις των κατηγορουμένων. Θεωρούν ότι οι Έξι υπήρξαν εξιλαστήρια θύματα, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα, που απαιτούσε την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής. Ο ίδιος ο Βενιζέλος μερικά χρόνια αργότερα σε επιστολή προς τον Παναγή Τσαλδάρη, δήλωνε ότι «δεν δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος.» Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε ότι «υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».

Το 2010, ύστερα από την αναψηλάφηση (επανάληψη) της δίκης, που έγινε με πρωτοβουλία του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 1675/2010 έκρινε αθώους από την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας τους Έξι και ακύρωσε την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου.

Ελπίζουμε ότι οι ψυχές των Έξι έχουν βρει τη γαλήνη. Όμως τα έξι κυπαρίσσια με τις μαρμάρινες πλάκες και η εκκλησία της Αναστάσεως (που χτίστηκε με έρανο στη δεκαετία του ’30) στο άλσος του Παπάγου θα στέκουν πάντα εκεί, για να μας υπενθυμίζουν ότι η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός δεν έχουν νικητές, μόνο θύματα…