makalias

Της Άννας Παχή

Συγκροτημένος και συνειδητοποιημένος όσο λίγοι, ο αγαπημένος ηθοποιός Δημήτρης Μακαλιάς μιλά στο iART για την εμπλοκή του με τη σκηνοθεσία, το θέατρο ως πολιτική συμμετοχή και την ανάγκη για κινητοποίηση.

Φέτος, για δεύτερη χρονιά σκηνοθετείς το Nordost. Σε έχουμε συνηθίσει στην κωμωδία και σίγουρα όχι στη θέση του σκηνοθέτη. Πως το αποφάσισες;

Είναι πολύ μεγάλη η ανάγκη να κάνω το θέατρο που μου αρέσει. Να βλέπω και να συμμετέχω σε παραστάσεις που μου αρέσουν πάρα πολύ. Από αυτήν την ανάγκη ορμώμενος αποφάσισα να κάνω την πρώτη μου σκηνοθετική απόπειρα. Κάτι ανάλογο είχε προκύψει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά δεν ήξερα αν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω, ένιωθα ότι έπρεπε να είμαι πιο έτοιμος. Όταν είδα αυτό το έργο, παλαιότερα στο Θέατρο Τέχνης, κατάλαβα πως είναι εκείνο στο οποίο θα ήθελα ιδανικά να παίξω, αν υπήρχε αντρικός ρόλος. Το αποφάσισα επειδή ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου τι λέει το έργο και τι θέλω εγώ να πω. Αγαπώ το θέατρο, το θεωρώ πολιτικό, θεωρώ ότι για αυτόν το λόγο κάνω αυτήν τη δουλειά. Συνειδητοποίησα ότι είχα να καταθέσω κάτι στο κοινό και υπήρχε η ανάγκη να το πω.

Ποιο ήταν το κριτήριο επιλογής;

Αυτό της πολιτικής συμμετοχής. Της συμμετοχής του ανθρώπου, του πολίτη. Είναι ένα έργο που με ταρακούνησε. Κι από την ανάγνωσή του, και από την παρακολούθηση του πρώτου του ανεβάσματος, είχα συγκλονιστεί, σοκαριστεί, αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να το δοκιμάσω. Πατάει σε πραγματικά γεγονότα και το υπέροχο είναι ότι  υπάρχει αντικειμενικότητα. Δείχνει πώς οδηγείται κανείς σε ένα τρομοκρατικό χτύπημα με τόσο ποικίλους τρόπους, τόσο άμεσους αλλά και έμμεσους. Είναι συγκλονιστικό να συμβαίνει μια κατάσταση και να εμπλέκονται σε αυτήν τόσοι άνθρωποι, ο καθένας με το δικό του ποσοστό συμμετοχής.

Μίλησέ μας για τις ηθοποιούς.

Παίζουν η Στέλλα Γκίκα, η Νάντια Δαλκυριάδου και η Αρετή Πασχάλη. Η Νάντια είναι φίλη χρόνια, ήμασταν μαζί και στη σχολή του ΚΘΒΕ. Με ώθησε πιο πολύ από όλους σε αυτό το εγχείρημα. Είμαστε επίσης συμπαραγωγοί καθώς η παράσταση φτιάχτηκε με ίδια μέσα. Με τη Στέλλα Γκίκα γνωριστήκαμε μέσω αυτής της διαδικασίας, πριν, την ήξερα μόνον σαν ηθοποιό. Με την Αρετή, επίσης συνδεόμαστε με φιλία. Και οι τρεις, για μένα είναι πολύ σπουδαίες ηθοποιοί. Είδα ερμηνευτικές πτυχές τους που δεν είχα ξαναδεί. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία μαζί τους, θεωρώ πως έγινα καλύτερος ηθοποιός, καλύτερος θεατής, καλύτερος άνθρωπος. Και μου έδωσε ένα ωραίο ταξίδι.

Σε κάθε χαρακτήρα του έργου βρίσκεις δικά  σου πράγματα κι εξηγεί σε μεγάλο βαθμό αρκετά που δε γνωρίζουμε. Επίσης, παρόλο που δεν υπάρχει ανδρική παρουσία, είναι κυρίαρχο στοιχείο.

Κυριαρχεί, ναι. Επί της ουσίας, ένα πράγμα ενώνει και τις τρεις, είναι χήρες. Έχουν χάσει ή χάνουν στην πορεία τον άντρα τους, αλλά ταυτόχρονα με το αντρικό στοιχείο που είναι παρών – απών, σημαντική επίσης είναι η εμπλοκή τους. Όλες εμπλέκονται στην ίδια ιστορία, η κάθε μια με το δικό της τρόπο, είτε έχει κάνει κάτι, είτε όχι. Ακόμη και η  νοικοκυρά που πηγαίνει με τον άντρα και το παιδί της να δουν την παράσταση, έχει συμμετάσχει στην επιλογή των πολιτικών προσώπων, στην ανοχή ενός εμφύλιου πολέμου και θεωρεί πως είναι κάτι πολύ μακριά από αυτήν. Γενικότερα το έργο σχολιάζει το «μακριά από μένα», το πόσο θεωρούμε ότι κάποια πράγματα είναι έξω από εμάς, πως δε θα μας χτυπήσουν ποτέ την πόρτα. Το Nordost λέει «μην το αποφεύγεις, όλα είναι εδώ, δίπλα σου, απέχουν ένα δευτερόλεπτο». Τίποτε παραπάνω. Οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί, η τρομοκρατία μπορεί να υπάρξει παντού, όπως και η πολιτική τρομοκρατία, είτε αυτό θεωρείται χούντα, είτε «δημοκρατία», είτε αμιγώς τρομοκρατία. Θεωρώ ότι το ανθρώπινο είδος έχει χάσει πια το μέτρο, δε μπορεί να διαχειριστεί ούτε πολιτικούς όρους, ούτε κοινωνικούς. Οδεύουμε, κατ’ εμέ, σε μια κοινωνική επανάσταση, που θα πρέπει να γίνει κάποια στιγμή. Όλα αυτά θα πρέπει να αναθεωρηθούν. Νομίζω πως δεν έχουμε φτάσει ακόμη στον πάτο κι έχει ακόμη πολύ πάτο αυτό το βαρέλι, από ότι βλέπω.

Σε μια εποχή που οι περισσότεροι θεατές επιλέγουν να πάνε σε θεάματα πιο ανώδυνα για να γελάσουν, να μην σκεφτούν την πραγματικότητα, υπάρχει μεγάλη αποδοχή για το Nordost. Υπάρχει αυτή η στροφή προς το γεγονός ότι δε μπορούμε συνέχεια να κλείνουμε τα μάτια;

Ελπίζω πως ισχύει αυτό, η αλήθεια είναι ότι δεν το βλέπω τόσο έντονα. Δε νιώθω πως έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε την ανάγκη να ευαισθητοποιηθούμε, να κινητοποιηθούμε. Νομίζω ότι ο κόσμος θέλει να κλείσει τα μάτια λίγο ακόμη, να διασκεδάσει με κάτι πιο ελαφρύ. Δεν περίμενα την επιτυχία του Nordost. Και πάλι, το ποσοστό δεν είναι τόσο μεγάλο που να με χαροποιεί ή να μου δίνει ελπίδα. Προτιμώ το κοινό πιο κινητοποιημένο, για αυτό άλλωστε κάνω κι αυτό το έργο. Θέλω να δώσω την ευκαιρία σε μένα, στους ηθοποιούς αλλά και στο κοινό να κάνουμε το βήμα προς τα κει. Να το δουν, να κινητοποιηθούν, να αναζητήσουν κάτι παρόμοιο. Το εντυπωσιακό είναι πως όσοι έρχονται και το βλέπουν το συστήνουν και σε κάποιον άλλον. Αυτό για μένα είναι επιτυχία. Το ότι κάποιος έκανε την προσωπική του μετακίνηση και φέρνει κι άλλον θεατή σε αυτό το μέτωπο. Με χαροποιεί και για αυτό κάνω θέατρο.

Συμμετέχεις επίσης στο «Σμύρνη μου αγαπημένη».

Παίζουμε για τρίτη χρονιά στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και θα παραμείνουμε έως τις 11 Δεκεμβρίου. Μετά ανεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη για δυο μήνες.  Για μένα είναι πρωτόγνωρη εμπειρία. Το μέγεθος της παραγωγής, αυτή η συνεργασία, είναι αδιανόητο. Και η επιτυχία που έχει αυτή η παράσταση.. Η Σμύρνη έχει ένα brand name ας μου επιτραπεί να πω, ακόμη κι αν φύγουμε όλοι οι ηθοποιοί, μείνει μόνη της η παράσταση και ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, θα αγαπηθεί. Είναι ένα έργο το οποίο έχει γράψει η Μιμή Ντενίση με τόση αγάπη, τόσο κόπο, τόση δουλειά, τόση έρευνα, υπάρχει τόση αλήθεια που είναι σαν ντοκουμέντο. Βλέπουμε κάποιες οικογένειες της Σμύρνης από το 1917 μέχρι το 1922, τις ακολουθούμε, ζούμε μαζί τους. Είναι πραγματικά υπερπαραγωγή, η παράσταση διαρκεί τρεισίμιση ώρες κι ο κόσμος χάνεται, ταξιδεύει. Είναι όπως όταν έβλεπα μικρός σινεμά, ξεχνούσα ότι είμαι θεατής κι έμπαινα μέσα στην ιστορία, τη ζούσα, γινόμουν ένα μαζί της. Αυτό γίνεται κι εδώ. Οι θεατές, εμπλέκονται συναισθηματικά. Κλαίνε, συγκινούνται.  Δεν είναι τυχαίο που τρία χρόνια τώρα είμαστε γεμάτοι, κάθε μέρα. Λένε πως είναι τύχη για τον ηθοποιό αν το ζήσει μια – δυο φορές στη ζωή του,  εμείς εδώ το ζούμε τρία χρόνια. Μπορεί και το δίμηνο στη Θεσσαλονίκη να κρατήσει παραπάνω. Το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος έρχεται ξανά και ξανά. Έχουν ανάγκη να έρθουν πάλι. Δεν είναι παράσταση «πατριωτική» που χαϊδεύει τα αυτιά λέγοντας τι καλοί που είναι οι Έλληνες, τι κρίμα που καταστράφηκαν. Εντοπίζει, θυμίζει τα λάθη μας, πως υπήρξαμε αλαζόνες και υπερόπτες ενώ πρέπει να είμαστε εργατικοί, να αγαπάμε, να προσφέρουμε, να μοιραζόμαστε, να αγκαλιάζουμε τον πρόσφυγα.. έχει τόσα μηνύματα και είναι τόσο επίκαιρη.

Θα σκηνοθετήσεις ξανά;

Σκηνοθετώ ήδη το Δημήτρη Φραγκιόγλου σε ένα μονόλογο που έγραψε  μαζί με τις Χριστίνα Παπαδάκη και Μαργαρίτα Γερογιάννη. Λέγεται «Οι εκατό ρόλοι που δεν πρόλαβα να παίξω». Είναι κωμωδία των σύγχρονων καιρών που έχει και τα σκοτεινά της σημεία,  παρωδεί λίγο τη σύγχρονη ψυχολογική κατάσταση,  το πώς είμαστε μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα πραγμάτων. Θα ξεκινήσει στις 15 Δεκεμβρίου και για μερικές Πέμπτες στο θέατρο «Άβατον» ενώ μετά θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα. Τη μουσική έχει αναλάβει ο εξαιρετικός Θέμης Καραμουρατίδης. Μου αρέσει η διαδικασία της σκηνοθεσίας, νιώθω πολύ καλά σε αυτό, ξέρω τι θέλω και τι δε θέλω.

Είναι σπάνιο αυτό για κάποιον τόσο νέο όσο εσύ. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι στο Nordost τα σκηνοθετικά μέσα είναι ελάχιστα.

Ήταν πολύ συνειδητή επιλογή, να ξεφύγω από «σκηνοθετίτιδες» και περιττά για μένα πράγματα. Το έργο είναι ντοκουμέντο, μια αληθινή ιστορία και προσπάθησα να είναι ο Λόγος κυρίαρχος. Δε θέλω να απασχολήσω το κοινό με τίποτε άλλο, μόνο να ταξιδέψει μέσα από τα λόγια των τριών γυναικών, να κάνει την προσωπική του αναζήτηση. Οτιδήποτε παραπάνω θα αποσπούσε την προσοχή από αυτό που έχω τόση πολλή ανάγκη να πω κι έχει να κάνει με την ιστορία. Άρα εστίασα σε αυτό, έτσι ώστε ο θεατής να νιώσει ότι μπορεί να βρεθεί εκείνος στην ίδια θέση ανά πάσα στιγμή, σαν καθρέφτης. Ήταν αρκετό, δε χρειάστηκε τίποτε άλλο.

Όλα αυτά για έναν άνθρωπο, πόσω μάλλον για έναν καλλιτέχνη που τα «ζει» βοηθώντας στη δημιουργία τους ή τα σκηνοθετεί πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο βάρος. Όσο κι αν είναι δημιουργικό, όσο κι αν σε βοηθά να εκφραστείς. Πως το διαχειρίζεσαι;

Οι τρεις αυτές παραστάσεις έχουν πολύ δικά μου κομμάτια. Εναποθέτω προσωπικές μου στιγμές, «θέλω», πολιτικές απόψεις.. πολλά πράγματα από την προσωπικότητά μου και επειδή είμαι κομμάτι τους, δε νιώθω ποτέ πως θα χαθώ μέσα τους. Μου αρέσει το κοινωνικό και πολιτικό στοιχείο που έχουν αυτές οι παραστάσεις, κάθε μέρα βγαίνω κερδισμένος, για διαφορετικούς λόγους. Το Nordost με συγκινεί πάντα το ίδιο. Στο «Σμύρνη μου αγαπημένη» αισθάνομαι μέρος ενός άλλου κόσμου. «Οι εκατό ρόλοι» μου θυμίζει εμένα. Ο Ανδρέας Βουτσινάς μου είπε κάποτε στη σχολή «μην το φοβάσαι το θέατρο, γιατί καμιά φορά το θέατρο έχει περισσότερη ζωή από τη ζωή». Η αλήθεια είναι πως πάνω στη σκηνή ανακαλύπτεις πράγματα που διαφορετικά δε θα είχες το χρόνο ή την ευκαιρία να τα ζήσεις.

Δείτε την κριτική της παράστασης Nordost, εδώ

Περισσότερες πληροφορίες εδώ