«ΟΝ ΟΜΟΦΥΛΟΙ ΜΙΣΟΥΝΤΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥΣΙΝ ΩΣ ΞΕΝΟΝ»

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Εκείνο το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου (9ης Οκτωβρίου με το Νέο Ημερολόγιο) 1831 ήταν το τελευταίο που ο Ιωάννης Καποδίστριας είδε το φως του ήλιου. Γιατί έπεσε νεκρός έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, από τα χέρια του Κωνσταντίνου και του Γεώργιου Μαυρομιχάλη (αδερφού και γιου του Πετρόμπεη), τους οποίους ανυποψίαστος ο Κυβερνήτης είχε χαιρετήσει λίγες στιγμές πριν. Τον Κωνσταντίνο τον πυροβόλησε ο προσωπικός φρουρός του Καποδίστρια, Γεώργιος Κοζώνης και έπειτα τον λιντσάρισε το αγριεμένο πλήθος. Ο δε Γεώργιος κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές. Έπειτα από λίγες ημέρες το δικαστήριο του επέβαλε τη θανατική ποινή. Ο θάνατος του Καποδίστρια συντάραξε την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, παρότι ο Κυβερνήτης δεν είχε μόνο φίλους, αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Η κηδεία του έγινε στο Ναύπλιο σε κλίμα βαρύτατου πένθους. Ο λαός τον θρηνούσε, ενώ ακούγονταν πένθιμοι κανονιοβολισμοί και εμβατήρια.

Και όμως, τέσσερα χρόνια πριν, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη είχε εκλέξει τον Ιωάννη Καποδίστρια πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. (Είχαν προηγηθεί οι προσκλήσεις του Δημητρίου Υψηλάντη και του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ενώ την αρχική ιδέα την είχε διατυπώσει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήδη από τον Οκτώβριο του 1821). Τον Ιανουάριο του 1828 ο Κυβερνήτης έφτασε με πλοίο στο Ναύπλιο. Χαρακτηριστικό δείγμα της πανηγυρικής υποδοχής που του έγινε ήταν ο λόγος του διανοούμενου Θεόφιλου Καΐρη: «Χαῖρε, καὶ Σὺ Κυβερνῆτα τῆς Ἑλλάδος, διότι μετὰ τοσοῦτον πολυχρόνιον ἀποδημίαν, ἐπιστρέφεις εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, τὴν βλέπεις, τὴν χαιρετᾷς ὄχι πλέον δούλην καὶ στενάζουσαν ὑπὸ τὸν ζυγὸν, ἀλλ’ ἐλευθέραν, ἀλλὰ δεχομένην Σέ Κυβερνήτην, καὶ περιμένουσαν νὰ Σὲ ἰδῇ νὰ ὁδηγήσῃς τὰ τέκνα της εἰς τὴν ἀληθινὴν εὐδαιμονίαν καὶ εἰς τὴν ἀληθινὴν δόξαν».

Πώς και γιατί όμως από το «Χαίρε και συ, Κυβερνήτα» φτάσαμε στη δολοφονία του Καποδίστρια; Άξιζε άραγε να έχει αυτό το τέλος;

Ο Καποδίστριας δεν είχε μόνο συμπάθειες, είχε και αντιπάθειες. Και ως Κυβερνήτης απέκτησε περισσότερες, επειδή οι ενέργειές του δεν ήταν αρεστές σε όλους τους Έλληνες. Πράγμα απόλυτα φυσικό, αφού θα ήταν αδύνατον να έχει τους πάντες ευχαριστημένους.

Ήδη από την έναρξη της Επανάστασης δυσαρέστησε ορισμένους, επειδή αφ’ ενός θεωρούσε ότι το Γένος δεν ήταν ακόμη έτοιμο για την Επανάσταση και αφ’ ετέρου επειδή δεν ενέκρινε τη Φιλική Εταιρεία και αρνήθηκε να τεθεί επικεφαλής της. Και όμως, ο ίδιος ήταν που είχε ιδρύσει στη Βιέννη τη Φιλόμουσο Εταιρεία, με σκοπό τη μόρφωση νεαρών Ελλήνων και την απελευθέρωση του υπόδουλου Γένους. Θυσίασε και την προσωπική του ευτυχία, αρνούμενος να παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπούσε, για να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στην ελληνική υπόθεση. Ωστόσο, ως υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ συνέταξε το κείμενο με το οποίο ο Τσάρος αποκήρυξε το επαναστατικό κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Πλην όμως, στο συνέδριο του Λάιμπαχ (σημερινή Λιουμπλιάνα) τον χειμώνα του 1821, σε μια περίοδο που κυριαρχούσε στην Ευρώπη η πολιτική του Αυστριακού καγκελάριου Μέττερνιχ, η οποία ήταν ολοκάθαρα εχθρική σε κάθε επαναστατικό κίνημα, ο Καποδίστριας πέτυχε ώστε οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (η λεγόμενη «Ιερή Συμμαχία») να παραμείνουν ουδέτερες σχετικά με την ελληνική Επανάσταση και να μη στείλουν στρατιωτική βοήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήρθε σε διαφωνία με τον Τσάρο για την πολιτική της Ρωσίας σχετικά με την Επανάσταση και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το αξίωμα του υπουργού, επειδή ο Τσάρος αρνήθηκε να στηρίξει τους επαναστατημένους Έλληνες. Ύστερα από αυτό εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, απ’ όπου και  ενίσχυε τους επαναστατημένους Έλληνες με χρήματα, όπλα και τρόφιμα. Μάλιστα έβαλε υποθήκη τα κτήματά του στην Κέρκυρα, για να στείλει καράβια με τρόφιμα στην Ελλάδα.

(Συνεχίζεται)