Γράφει η Σοφία Βαρβιτσιώτη

Στις 29 Απριλίου 1930 η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, μόλις στα εικοσιοκτώ της χρόνια, άφηνε την τελευταία της πνοή χτυπημένη από φυματίωση, σε μια ιδιωτική κλινική (Καραμάνου ή Χρηστομάνου) στην Αθήνα. Έσβησε, αφού πρώτα είχε κάνει στον εαυτό της κρυφά ένεση μορφίνης, που της την είχε προμηθεύσει ένας φίλος της. Δραπέτευσε έτσι από την «άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη» και ταξίδεψε στην αιωνιότητα, για να ξανασυναντήσει τον άντρα που αγάπησε παράφορα και που σημάδεψε τη ζωή της, τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.

Η Μαρία Πολυδούρη δεν είναι μόνο μία από τις ονομαστότερες ποιήτριες της νεοελληνικής ποίησης (είναι εκπρόσωπος του νεορομαντισμού), αλλά υπήρξε και αγωνίστρια του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα. Η ζωή της και η όλη συμπεριφορά της χαρακτηρίζονταν από αντικομφορμισμό, τόλμη και αγάπη για την ελευθερία, που ξέφευγε τελείως από τα συντηρητικά πρότυπα της εποχής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξε μία από τις λίγες γυναίκες που τόλμησαν να απευθύνουν επιστολή στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ζητώντας του τη θέσπιση της ψήφου των γυναικών.

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902 και είχε γονείς τον φιλόλογο Ευγένιο Πολυδούρη και την Κυριακή Μαρκάτου. Και οι δύο χαρακτηρίζονταν από προοδευτικές και φιλελεύθερες αντιλήψεις. Λόγω των μεταθέσεων του πατέρα της, η Μαρία φοίτησε στα σχολεία του Γυθείου, των Φιλιατρών και στο Αρσάκειο και ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο στην Καλαμάτα το 1918. Σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών δημοσίευσε το πρώτο της πεζοτράγουδο με τίτλο «Ο πόνος της μάνας», το οποίο αναφερόταν σε ένα ναυτικό που ξεβράστηκε νεκρός από τα κύματα και είχε επιρροές από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε όταν ζούσε στο Γύθειο. Αφού πήρε το απολυτήριό της, διορίστηκε με σχετικό διαγωνισμό στη Νομαρχία Μεσσηνίας, ενώ άρχισε να ενδιαφέρεται ενεργά για το φεμινιστικό κίνημα. Το 1920 μέσα σε διάστημα σαράντα ημερών έχασε και τους δύο γονείς της. Ενδεχομένως αυτό το γεγονός της δημιούργησε την ανάγκη να αλλάξει περιβάλλον.

Έτσι, το 1921 η Μαρία, ακολουθώντας το πεπρωμένο της, βρίσκεται με μετάθεση στη Νομαρχία Αθηνών και γράφεται στη Νομική Σχολή. Στη Νομαρχία εργαζόταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. Εκείνος ήταν πτυχιούχος της Νομικής και είχε ήδη εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές («Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» και «Νηπενθή»), οι οποίες είχαν αποσπάσει θετικά σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του σύγχρονου λυρισμού και του νεορομαντισμού.

Ο Καρυωτάκης ήταν γοητευτικός στην εμφάνιση, αλλά ως χαρακτήρας ήταν μάλλον κλειστός, μελαγχολικός, απαισιόδοξος και ανασφαλής. Η Μαρία από την άλλη ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, που συνήθιζε να καπνίζει, να πίνει αλκοόλ, να κάνει παρέα με άντρες και να συνομιλεί μαζί τους ως ίση προς ίσους, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη της εποχής. Ήταν βέβαια και εμφανίσιμη, με μελαγχολικά μάτια και λυγερή κορμοστασιά.

Γοητεύτηκε από την ευαισθησία και τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης του Καρυωτάκη και εκείνος κατακτήθηκε από τη δυναμική και ελεύθερη προσωπικότητά της. Ο έρωτάς τους ήταν φλογερός και θυελλώδης, ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και δεν κράτησε πολύ. Ενδεχομένως ο μελαγχολικός και συνενσταλμένος ποιητής δεν μπορούσε εύκολα να συνυπάρξει με μια κοπέλα τόσο απελευθερωμένη και αντισυμβατική.

Το γεγονός που οδήγησε στη διάλυση της σχέση τους ήταν όταν τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης έμαθε ότι έπασχε από σύφιλη, ανίατο αφροδίσιο νόσημα που αποτελούσε φοβερό κοινωνικό στίγμα. Όπως είναι σήμερα το AIDS δηλαδή. Διότι ναι μεν ήταν ευαίσθητος και καλλιεργημένος, αλλά προτού γνωρίσει την Πολυδούρη έκανε άτακτη ζωή και διασκέδαζε σε κακόφημα μαγαζιά με γυναίκες ελευθερίων ηθών, όπως έκαναν πολλοί νέοι της εποχής του. Καλή η μόρφωση και η ευαισθησία, αλλά τα ανθρώπινα πάθη δύσκολα τιθασεύονται.

Της ζήτησε λοιπόν να χωρίσουν: «Είμαι άρρωστος, Μαρία. Στο πλάι μου θα αρρωστήσεις κι εσύ». Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά η απάντησή του ήταν αρνητική. Η Πολυδούρη θεώρησε ότι αυτή ήταν μια δικαιολογία για να τη διώξει από τη ζωή του. Από εκεί και πέρα κατέρρευσε ψυχολογικά και πήρε την κάτω βόλτα. Εξακολούθησαν να συναντιούνται φιλικά, αλλά σιγά σιγά απομακρύνθηκαν.

Το 1924 η Πολυδούρη γνωρίστηκε με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν δικηγόρο νέο, ωραίο και πλούσιο, που είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Αργότερα τον αρραβωνιάστηκε, αλλά η φλόγα του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον Καρυωτάκη πάντα έκαιγε μέσα της. Έχασε και τη δουλειά της στη Νομαρχία λόγω των συνεχών απουσιών που έκανε και εγκατέλειψε τις σπουδές της στη Νομική, για να σπουδάσει ηθοποιία. Ούτε τότε όμως κατάφερε να βρει ηρεμία.

Έτσι, το 1926 χώρισε τον αρραβωνιαστικό της και έφυγε για το Παρίσι για να σπουδάσει υψηλή ραπτική. Εκεί όμως έκανε άστατη και εντελώς μποέμ ζωή με διασκεδάσεις και ξενύχτια, ώσπου στο τέλος προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε το 1928 να επιστρέψει στην Αθήνα και να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο «Σωτηρία».

Εκεί, τον Ιούλιο του 1928, έμαθε για την αυτοκτονία του αγαπημένου της Καρυωτάκη, γεγονός που τη συγκλόνισε. Ο Καρυωτάκης, λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης, είχε ενοχλήσει τους υψηλά ιστάμενους και είχε υποστεί δυσμενείς μεταθέσεις, με τελευταία στην Πρέβεζα. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τον λόγο για τον οποίο αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του.

Πολλοί θεωρούν ότι έφταιγε η κατάθλιψη, απόρροια των εργασιακών του προβλημάτων και της αλλαγής περιβάλλοντος από την Αθήνα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη που ποτέ δεν συμπάθησε. Πάντως στο τελευταίο του σημείωμα αναφέρει: «Ήμουν άρρωστος». Αναφέρει επίσης ότι κατηγορήθηκε για μια «χυδαία πράξη», πράγμα που ενδεχομένως σημαίνει ότι κάποιοι του έστησαν σκευωρία. Ίσως λοιπόν δεν μπορούσε να αντέξει τον κοινωνικό διασυρμό.

Η Πολυδούρη μέσα στην οδύνη της και στη σωματική της εξάντληση εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, τις «Τρίλιες που σβήνουν» και την «Ηχώ στο χάος». Η ποίησή της διαπνέεται από έντονο συναισθηματισμό, λυρισμό, πηγαία τρυφερότητα, πάθος και ευαισθησία, ωστόσο ορισμένες φορές χαρακτηρίζεται από τεχνικές αδυναμίες και μελοδραματισμό. Βασικοί άξονες της ποίησής της είναι ο έρωτας και ο θάνατος, ενώ κυριαρχεί η αίσθηση του ανικανοποίητου και της παρακμής.

Έχει επιρροές από τους Γάλλους «καταραμένους» ρομαντικούς ποιητές και φυσικά από τον Καρυωτάκη. Τα περισσότερα εξάλλου ποιήματά της αναφέρονται στον έρωτά της για αυτόν: «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον». Έγραψε επίσης και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, στην οποία καυτηριάζει τον συντηρητισμό και την υποκρισία της κοινωνίας, καθώς και το Ημερολόγιό της.

Έκανε παρέα με ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος (μεταξύ των οποίων και ο Άγγελος Σικελιανός), οι οποίοι της στάθηκαν όταν πλέον η φυματίωση την είχε καταβάλει (διότι δεν υπάκουε στις συμβουλές των γιατρών) και η ίδια δεν είχε άλλα χρήματα για νοσηλεία, καθώς ήταν κατεστραμμένη οικονομικά. Άλλοι λένε ότι της συμπαραστέκονταν η αδερφή της και ο πρώην αρραβωνιαστικός της.

Πάντως, η ίδια είχε προαισθανθεί το τέλος της: «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη»… Και έτσι έσβησε, αφού όμως είχε προλάβει να ζήσει μια ζωή πολύ γεμάτη και σ’ ένα βαθμό όπως η ίδια επιθυμούσε.