Έχω την ατυχία και την τύχη μαζί να κατοικώ σε έναν παραθαλάσσιο οικισμό. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, αποτελούσε ιδανικό μέρος χαλάρωσης και γαλήνης. Κατάφυτα δάση και πεντακάθαρες παραλίες. Και μετά ήρθαν οι… Έλληνες.

Πρώτο σκηνικό: Ο γείτονας μου από τη βορεινή πλευρά. Έρχεται το Σάββατο με την οικογένεια του και όλα τα συμπράγκαλα μέσα στο μεσημέρι και σηκώνει όλη τη γειτονιά στο πόδι από τις φωνές. Ανάβει μια πελώρια φωτιά στο bbq στον κήπο με 7 μποφόρ(!), την αφήνει χωρίς επόπτευση και φεύγει με την οικογένεια του για μπάνιο στη θάλασσα, αφήνοντας την 85χρονη μητέρα του να ψήσει στα κάρβουνα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι 85χρονοι είναι ταχύτατοι στο να περιορίσουν τη φωτιά με 7 μποφόρ!

Δεύτερο σκηνικό: Οι γείτονες μου από την ανατολική πλευρά. Συνταξιούχοι του Δημοσίου από τα 45 τους και αυτός και η σύζυγος, σκέφτηκαν ότι αυτός ο τόπος είναι πολύ ήσυχος και γαλήνιος και κάτι έπρεπε να αλλάξει. Έφτιαξαν, λοιπόν, μια ταβέρνα, μεσοτοιχία με το σπίτι μου, καταπατώντας και παραβιάζοντας κάθε πιθανό πολεοδομικό και υγειονομικό κανονισμό. Οι ώρες κοινής ησυχίας αποτελούν πλέον παρελθόν και οι μυρωδιές από την κουζίνα τους είναι ανυπόφορες, καθώς ο εξαερισμός δεν λειτουργεί, ενώ για λόγους οικονομίας μαγειρεύουν με υγραέριο. Δεν τους έχει “ενοχλήσει» ποτέ κανείς. Ούτε Πολεοδομία, ούτε Υγειονομικό, ούτε Αστυνομία, ούτε Εφορία.

Τρίτο σκηνικό: Οι πελάτες της ταβέρνας παρκάρουν στην είσοδο του σπιτιού μου, που βρίσκεται στη νότια πλευρά. Στην καγκελόπορτα έχω τοποθετήσει τρία (3) σήματα “Απαγορεύεται το παρκάρισμα», καθώς δεν έχω άλλο τρόπο για να βγω από το σπίτι μου. Παρόλα αυτά κάθε μέρα παρακαλάω κάποιον, για να μπορέσω να βγω. Οι δικαιολογίες, δε, είναι το καλύτερο μου. “Μισό λεπτάκι θα κάνω», “Ε, να μη φάμε κι εμείς;», “Καλά, μωρέ, πώς κάνεις έτσι;» κλπ. Η μάντρα μου, που έβαψα ξανά φέτος, έχει γίνει μαύρη από τα λάστιχα των αυτοκινήτων και από τις γρατζουνιές που κάνουν όσοι παρκάρουν “με το αυτί». Μόλις βρουν τοίχο σταματούν…

Τέταρτο και τελευταίο σκηνικό: Ο δρόμος που βρίσκεται στη δυτική πλευρά. Αποξηραμένο και μπαζωμένο (από συνεργεία του Δήμου) ποτάμι, που φέρνει… νεράκι κάθε φορά που βρέχει, καθώς η φύση δεν περιορίζεται, ότι κι αν κάνουμε εμείς οι έξυπνοι πολίτες και άρχοντες. Για να σας προλάβω εδώ την ερώτηση “Κι εσύ, γιατί έχτισες πάνω στο ρέμα;», να σας πω ότι το καθ’ όλα νόμιμο σπίτι και οικόπεδο υπήρχε από την εποχή που ο δρόμος ήταν πράγματι ποτάμι και η εκβολή του ήταν στη θάλασσα στα 20 μέτρα. Η έξοδος – εκβολή, ευτυχώς, υπάρχει ακόμη και διοχετεύει τα νερά στη θάλασσα. Περιττό να σας πω, ότι τη εκβολή την καθαρίζουμε εμείς οι πολίτες, επειδή ο Δήμος λέει ότι είναι στην αρμοδιότητα της Περιφέρειας και η Περιφέρεια λέει ότι υπεύθυνος είναι ο Δήμος. Σας θυμίζει κάτι;

Μετρήστε τώρα πόσες παραβάσεις, απερισκεψίες και παρανομίες χώρεσαν σε αυτό το άρθρο και σε μόλις ένα οικοδομικό τετράγωνο και αναρωτηθείτε τι συναισθήματα σας προκάλεσε η ανάγνωσή του. Έτσι θα έχετε μια πλήρη εικόνα, για το πώς δομήθηκε η Ελλάδα και τον τρόπο που εμείς, οι πολίτες, βγάζουμε τα μάτια μας, μόνοι μας.

Για την επόμενη φορά που θα καούμε, θα πλημμυρίσουμε, θα χαθούν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες, ξαναδιαβάστε το παραπάνω κείμενο.

Α.Δ.Μ.