Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρμος

«Δεν ξέρω αν έπρεπε να γράψω κάτι, ή αν ήταν πολύ νωρίς για να το γράψω, μα φοβάμαι την βολική αμνησία, το χαλάρωμά της που με πλησιάζει. Φοβάμαι την ανακούφιση της τριβής με την καθημερινότητα. Ίσως για αυτό γράφω τις παρακάτω γραμμές, για να κρατήσω αυτά τα λεκτικά στιγμιότυπα οργής, αγανάκτησης κι αδικίας που νιώθω για όσα έγιναν, προπαντός της αδικίας. Να έχω να θυμάμαι, όταν πια θα έρθει η αρχειοθέτηση των γεγονότων στο κεφάλι μου, πως κάτι έγραψα τότε. Να θυμάμαι πως κάπως αντέδρασα, πως κάποιοι θα το διάβασαν και μερικοί από αυτούς θα αναλογίστηκαν την κατάντια μας και πως, ίσως ένας, έστω ένας, να έκανε κάτι, μια τοσοδούλα αλλαγή».

Περιοχές ανάλογες με το Μάτι και τον Νέο Βουτζά -οι οποίες κι έγιναν στάχτη από την πυρκαγιά-, υπάρχουν χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα. Οικισμοί, δομημένοι σαν λαβύρινθοι, χωρίς διεξόδους διαφυγής και άνευ σχεδίου αντιμετώπισης τέτοιων καταστροφών. Υπάρχουν εκατοντάδες πιθανά θύματα, -σαν τις δίδυμες Σοφία και Βασιλική, 9 ετών, τον Γρηγόρη 14 ετών, την Εβίτα, 13 ετών και τους υπόλοιπους 80+ νεκρούς-, που θα απανθρακωθούν, θα πνιγούν, θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Αρκεί μόνο η ενέργεια κάποιου αδίστακτου, ένα ατύχημα, ή ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο και θα ζήσουμε πάλι τις ίδιες τραγικές στιγμές. Όπως τις βιώσαμε το 2007 στην Ηλεία, πέρυσι στη Μάνδρα, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.

Όλοι κατηγορούμε μονίμως και για τα πάντα κάποιον άλλον. Για τον ρασοφασίστα Μητροπολίτη, φταίει η αθεΐα, για τον κάποτε υπουργό, Πολύδωρα, έφταιγε ο «Στρατηγός άνεμος». Φταίει η εκάστοτε κυβέρνηση; Η πολεοδομία; Φταίνε οι ανίκανοι στις καίριες θέσεις και οι ευθυνοανεύθυνοι πολιτικοί; Τα λαδωμένα γρανάζια κι οι λαδωτές τους; Τα μπαζώματα κι η νοοτροπία του ιδιοκτήτη ελληνόμαγκα, που βάζει φράχτες για να οικειοποιηθεί τον χώρο; Φταίνε οι δημοσιογράφοι, που ως γελοίες καρικατούρες τρέχουν σαν αλλόφρονα όρνεα πάνω στις στάχτες, αγωνιώντας ποιος θα περιγράψει τη μεγαλύτερη φρίκη, ποιος θα ανακαλύψει πρώτος μια μισοκαμένη κούκλα; Φταίνε όλα αυτά συνολικά; Δεν με ενδιαφέρει τελικά ποιος φταίει, γιατί ποτέ δεν βελτιώνεται τίποτα, γιατί ποτέ δεν τιμωρείται κανείς, γιατί ποτέ κανείς δεν ευθύνεται, δεν ασχολείται και δεν νοιάζεται.

Μέσα σε αυτήν την “υποψία” χώρας, ζούμε σε ένα συνεχές κι εναλλασσόμενο παροξυντικό πέρα – δώθε, ανάμεσα στον Ελληνογλεντζέ και τον Θρηνούμενο εαυτό μας. Κι εγώ ρωτάω, τα μικρά παιδιά τι φταίνε; Τα ζώα, τα δέντρα, τι μας έκαναν; Ποια είναι η ευθύνη κι η αυθαιρεσία τους; Τι δεν έπραξαν σωστά; Ξυπνάω, κοιμάμαι, τρώω, κάθομαι στον υπολογιστή, χαμογελάω, γράφω, βγαίνω μια βόλτα, χαίρομαι με κάτι απλοϊκό και νιώθω άκαρδος που τα κάνω όλα αυτά, που δεν θα μπορέσω να αλλάξω τίποτα από όσα θίγω στις παραπάνω παραγράφους. Είμαστε ήδη καμένοι εντός μας, καμένα τα συναισθήματά μας, καμένα τα μυαλά μας, καμένη κι η συνείδησή μας.

Υ.Γ. Όταν αναφέρομαι στο παραπάνω άρθρο περί πολιτών, μιλώ για μία χρόνια μας παθογένεια ως λαός. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ κάτι για τα θύματα ή τους επιζώντες των πρόσφατων, τραγικών συμβάντων.