Γράφει η Σοφία Βαρβιτσιώτη

Μεταξύ της Καρπάθου και της Κρήτης, καταμεσής στο πέλαγος, σε ένα από τα πιο τρικυμιώδη σημεία των ελληνικών θαλασσών, βρίσκεται η Κάσος. Είναι το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων και έχει έκταση μόλις 66,4 τ.χλμ. Η Κάσος έχει την τυπική εμφάνιση ενός ελληνικού νησιού: τοπίο βραχώδες και άνυδρο, λιγοστό πράσινο και ασβεστωμένα σπιτάκια. Την μνημονεύει ο Όμηρος στη ραψωδία Β΄ της Ιλιάδας, ως ένα από τα νησιά που μετείχαν στον Τρωικό πόλεμο. Αν εξετάσουμε δε και τη νεότερη Ιστορία, θα βρούμε ότι η Κάσος υπήρξε αξιόλογη ναυτική δύναμη και πατρίδα καπεταναίων. Μεγάλη ήταν η συμβολή της στην Επανάσταση του ’21, μέχρι το 1824, που έγινε η μεγάλη σφαγή των κατοίκων της.

Η Κάσος βρίσκεται σε στρατηγική θέση, επειδή ελέγχει το θαλάσσιο πέρασμα από το Αιγαίο προς την ανατολική Μεσόγειο. Επειδή το έδαφός της είναι άνυδρο και άγονο, οι κάτοικοί της ανέκαθεν ασχολούνταν με τη ναυτιλία και είχαν δημιουργήσει αξιόλογο εμπορικό στόλο. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το νησί απολάμβανε σχετική αυτονομία. Γύρω στο 1820 ο πληθυσμός του είχε φτάσει τους 12000 κατοίκους, ενώ ο στόλος του αριθμούσε γύρω στα 100 καράβια.

Στη διάρκεια της Επανάστασης η Κάσος πρόσφερε σπουδαιότατες υπηρεσίες, ανεφοδιάζοντας τους αγωνιστές της Κρήτης, αλλά και συλλαμβάνοντας τα πλοία των Τούρκων και των συμμάχων τους που ανεφοδίαζαν τις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κρήτη. Η Κάσος είχε προξενήσει μεγάλες απώλειες τόσο στο τουρκικό όσο και στο αιγυπτιακό ναυτικό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι Κασιώτες το 1822 κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν 13 (κατ’ άλλους 19) αιγυπτιακά καράβια (τα οποία προορίζονταν να ενισχύσουν τον Τούρκο διοικητή της Κρήτης), πράγμα που έκανε τους Αιγυπτίους να επιθυμούν διακαώς να πάρουν εκδίκηση.

Αφότου η επανάσταση στην Κρήτη είχε καταπνιγεί από τους Τούρκους και τους Αιγυπτίους, από τα μέσα Απριλίου του 1824 οι Κασιώτες είχαν πληροφορίες ότι οι Αιγύπτιοι σκόπευαν να επιτεθούν στο νησί τους, για να το υποτάξουν. Στις 12 Μαΐου οι δημογέροντες του νησιού έστειλαν στην επαναστατική κυβέρνηση έκκληση για βοήθεια, αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Δύο ημέρες αργότερα εμφανίστηκε ο αιγυπτιακός στόλος. Οι Κασιώτες έστειλαν νέο αίτημα για βοήθεια. Η απάντηση ήταν αρνητική. Δικαιολογία ήταν η έλλειψη χρημάτων.

Στις 20 Μαΐου άρχισε ο βομβαρδισμός του νησιού από τους Αιγυπτίους. Οι Αιγύπτιοι είχαν στείλει 20-45 πλοία (οι πηγές διίστανται) με 3000-4000 Αιγύπτιους και Αλβανούς στρατιώτες και επικεφαλής τον Χουσεΐν Μπέη και τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Οι Κασιώτες όμως ήταν σκληρά καρύδια. Αμύνονταν σθεναρά με αυτοθυσία και κατάφεραν να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις των Αιγυπτίων, προξενώντας τους μάλιστα σοβαρές απώλειες. Στο νησί υπήρχαν και αγωνιστές από την Κρήτη, οι οποίοι βοήθησαν τους Κασιώτες να οργανώσουν την άμυνά τους και να οχυρώσουν το νησί.

Τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαΐου (σύμφωνα με άλλες πηγές 7 Ιουνίου) οι Αιγύπτιοι πραγματοποίησαν παραπλανητική απόβαση στην ακτή βόρεια της Αγίας Μαρίνας, με αποτέλεσμα οι Κασιώτες να στρέψουν την προσοχή τους εκεί. Ταυτόχρονα όμως τριάντα λέμβοι γεμάτες στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην αφύλακτη απόκρημνη τοποθεσία Αντιπέρατος και έτσι οι ηρωικοί υπερασπιστές της Κάσου βρέθηκαν περικυκλωμένοι.

Λέγεται μάλιστα ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα προδοσίας από έναν κάτοικο του νησιού τον οποίο οι εχθροί είχαν δωροδοκήσει. Η Ιστορία τελικά είναι γεμάτη από περιπτώσεις προδοσίας. Είναι άραγε όλες αυτές αληθείς ή μας βολεύει να ανακαλύπτουμε προδότες; Οι Κασιώτες αιφνιδιάστηκαν, αλλά συνέχισαν τον αγώνα με όσα μέσα τους είχαν απομείνει. Ο Χουσεΐν τους ζήτησε να παραδοθούν και τελικά εκείνοι υπέκυψαν όταν πλέον η αντίσταση ήταν μάταιη. Ακολούθησε φοβερή σφαγή. Οι εχθροί χωρίς κανένα έλεος βίαζαν τις γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια, σκότωναν άνδρες, γυναίκες, γέροντες και παιδιά, λεηλατούσαν τα σπίτια και πυρπολούσαν τις εκκλησίες. Οι θρήνοι και οι σπαρακτικές κραυγές των θυμάτων ανάκατες με τις ιαχές των εχθρών έσκιζαν την ατμόσφαιρα, ενώ το νησί γινόταν παρανάλωμα του πυρός και το αίμα των κατοίκων του πότιζε τη μαρτυρική γη… Το επόμενο πρωί στην Κάσο υπήρχαν μόνο ερείπια, στάχτες και πτώματα…

Ο καπετάνιος Μάρκος Ιωάννου (Διακομάρκος), αφού πολέμησε γενναία με τα 40 παλικάρια του, πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε ενώπιον του Χουσεΐν. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από την ανδρεία του και θέλησε να του χαρίσει τη ζωή. Μόλις όμως του έλυσαν τα δεσμά, ο Διακομάρκος σκότωσε με το γιαταγάνι του τρεις εχθρούς. Λίγο αργότερα, έπεφτε νεκρός…

Οι νεκροί υπολογίζονται περίπου στους 2000. Όσα γυναικόπαιδα γλίτωσαν, πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ενώ 500 άνδρες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, εξαναγκάστηκαν να υπηρετήσουν στα αιγυπτιακά πλοία. Μερικοί κάτοικοι όμως κατάφεραν να σωθούν και να διαφύγουν στα γειτονικά νησιά. Οι Αιγύπτιοι, εκτός από τα άλλα λάφυρα που πήραν, δήμευσαν και 23 κασιώτικα πλοία, για να τα αξιοποιήσουν στον στόλο τους. Ύστερα από τη σφαγή της Κάσου, η Κάρπαθος υποτάχτηκε αμαχητί.

Ο Γιβραλτάρ, όταν αργότερα συνάντησε τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, του είπε με καμάρι: «Η Κάσος δεν υπάρχει πια, τη κατάστρεψα τελείως και δεν άφησα ρουθούνι ζωντανό!» «Σου ξέφυγε κανείς;» τον ρώτησε ο Γάλλος. Στην καταφατική απάντηση του Γιβραλτάρ, ο Δεριγνύ τον ειρωνεύτηκε: «Αγαπητέ μου δεν έκανες τίποτα σπουδαίο, γιατί αυτοί θα επανέλθουν και θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους, όπως λέγεται για το Φοίνικα της Ελληνικής Μυθολογίας!»

Κατά τον 20ό αιώνα το Πολεμικό Ναυτικό έδωσε το όνομα της Κάσου σε ορισμένα πλοία του, ενώ το Ελληνικό κράτος, ύστερα από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1948, καθιέρωσε την 7η Ιουνίου ως ημέρα μνήμης και τιμής για τα θύματα της σφαγής. Σήμερα υπάρχει και σχετικό μαρμάρινο μνημείο στο νησί: «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος. Αντιπέρατος, 7 Ιουνίου 1824, οι Κασιώτες στους ηρωικούς προγόνους μας».