kapodistrias

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Για τον Ιωάννη Καποδίστρια τον διπλωμάτη, πολιτικό και πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας έχουμε διδαχθεί στο σχολείο πολλά και έχουν γραφτεί πολύ περισσότερα. Για την προσωπική ζωή του όμως πόσα πράγματα γνωρίζουμε; Συνήθως τα βιβλία ασχολούνται με τη δημόσια ζωή και το έργο των ιστορικών προσώπων και αγνοούν την άλλη, την καθαρά ανθρώπινη πλευρά τους. Ο Καποδίστριας δεν παντρεύτηκε ποτέ, ωστόσο υπήρξε κι αυτός ένας ερωτευμένος άνδρας. Εξάλλου, έχει ειπωθεί ότι οι μόνες αληθινά δημοκρατικές δυνάμεις της Φύσης είναι ο έρωτας και ο θάνατος.

Η γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του Καποδίστρια ήταν η Ρωξάνδρα Στούρτζα, θυγατέρα του πλούσιου αριστοκράτη Σκαρλάτου Στούρτζα, που είχε μακρινή καταγωγή από τη Μολδαβία, και της Σουλτάνας, θυγατέρας του Έλληνα πρίγκηπα της Μολδαβίας, Κωνσταντίνου Μουρούζη. Το 1801 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, για να ολοκληρώσουν τα παιδιά τις σπουδές τους. Ο Σκαρλάτος Στούρτζας βρέθηκε στην υπηρεσία του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ ως σύμβουλος επικρατείας. Το 1806, σε ηλικία είκοσι ετών, η Ρωξάνδρα έγινε Κυρία επί των Τιμών της Τσαρίνας Ελισσάβετ. Τον τίτλο αυτόν τον κέρδισε χάρη στην εξαιρετική της μόρφωση, την ευφυΐα και την ευγένειά της.

Λίγα χρόνια αργότερα, πιθανότατα το 1809 σε κάποια γιορτή στα ανάκτορα, γνώρισε τον Καποδίστρια, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως διπλωμάτης στο Υπουργείο Εξωτερικών (την περίοδο 1815-1822 έγινε και Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας). Ανάμεσά τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια και εκτίμηση, που μετουσιώθηκε σε βαθιά φιλία και φλογερό έρωτα. Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε ένας σημερινός μελετητής, ο Καποδίστριας δεν προχώρησε σε γάμο μαζί της, γιατί, παρ’ όλο που κι εκείνος είχε τίτλο ευγενείας, η Ρωξάνδρα ήταν πολύ πλουσιότερη από αυτόν και η οικογένειά της δεν θα ενέκρινε ένα γάμο με άνδρα λιγότερο εύπορο. Εξάλλου, ο ίδιος επιθυμούσε να σταδιοδρομήσει στον χώρο της πολιτικής και, το κυριότερο, να αφοσιωθεί στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό.

Οι δύο νέοι χωρίστηκαν από το 1811 έως το 1814. Η Ρωξάνδρα συνόδεψε την Ελισσάβετ σε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Επισκέφτηκαν το Βερολίνο, τη Λειψία και τη Βαϊμάρη. Εκεί η Ρωξάνδρα γνώρισε τον Γερμανό κόμη Έντλινγκ, εξάδελφο της Τσαρίνας και μετέπειτα σύζυγό της. Ο Καποδίστριας τη διετία 1811-1812 βρισκόταν στην πρεσβεία της Βιέννης, ενώ αργότερα ο Τσάρος τον έστειλε στην Ελβετία, με σκοπό να διαφυλάξει την ανεξαρτησία και την ουδετερότητά της, επειδή η Αυστρία επεδίωκε να την δέσει στο άρμα της. Ο Καποδίστριας πέτυχε την αποστολή του και ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης της Ελβετίας. Έργο δικό του είναι η δημιουργία του ελβετικού συντάγματος και η οργάνωση του ελβετικού κράτους σε καντόνια.

Ενώ ο Καποδίστριας βρισκόταν στη Βιέννη, ξεκίνησε η αλληλογραφία του με τη Ρωξάνδρα. Όταν τελικά συναντήθηκαν στη Βιέννη, εκείνος της ξεκαθάρισε ότι επιθυμούσε να αφοσιωθεί στην ελληνική υπόθεση. Συμφώνησαν πάντως να παραμείνουν

φίλοι. Μάλιστα, ίδρυσαν μαζί τη Φιλόμουσο Εταιρεία, που είχε στόχο τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων και την απελευθέρωση των Ελλήνων.

Πάντως από τα γράμματα που έστελνε ο Καποδίστριας στη Ρωξάνδρα φαινόταν ότι στην πραγματικότητα την αγαπούσε ειλικρινά και πάντα την αποζητούσε: «Αγαπητή μου Φίλη, Ρωξάνδρα! Αν έπιανα, αγαπητή μου, την πένα για να σου γράψω, κάθε φορά που σου ομιλώ με τη σκέψη και την καρδιά μου, κατά τις ώρες των μοναχικών περιπάτων μου στους κήπους ή κατά τις μακρές νύχτες της μοναξιάς μου δίπλα στο τζάκι του σπιτιού μου, τα γράμματα της αλληλογραφίας μου θα ήταν τόσο πολλά ώστε θα συνέθλιβαν τα οικονομικά σου και θα έθεταν σε σκληρή δοκιμασία τους γραμματείς σου, που θα ήταν καταδικασμένοι να τα τακτοποιούν! […] Η σκέψη μου όμως και η φωνή μου, όλα αυτά που σου διηγούμαι στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου, θα περνούν τα βουνά και τις θάλασσες που μας χωρίζουν και θα σε συντροφεύουν, όπως συντροφεύουν και εμένα όλα όσα μου στέλνεις και εσύ. Πόσο θα ήθελα να ήμουν κοντά σου τις ώρες που, όπως μου γράφεις, παίζεις στο πιάνο όλα αυτά τα μουσικά κομμάτια που αγαπούσα…»

Το 1816 η Ρωξάνδρα παντρεύτηκε τον κόμη Έντλινγκ. Ήταν ένας γάμος συμβατικός, χωρίς συναίσθημα, τουλάχιστον από τη μεριά της. Όταν ο Καποδίστριας το έμαθε, της έγραψε: «Εσύ έπρεπε να παντρευτείς και παντρεύτηκες. Εγώ όμως σου δηλώνω ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν ημπόρεσα να παντρευτώ εσένα που σ’ αγαπούσα, δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλη στη ζωή μου γυναίκα.» Ύστερα από ένα χρόνο, η Ρωξάνδρα χώρισε το σύζυγό της και εγκαταστάθηκε στην Οδησσό. Εκεί βοηθούσε ελληνικές οικογένειες που κατέφευγαν εκεί ύστερα από την έκρηξη της Επανάστασης του ’21. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε ώστε να κινητοποιήσει την ευρωπαϊκή αριστοκρατία υπέρ της Ελλάδας και έτσι συνέβαλε στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος.

Η αλληλογραφία με τον αγαπημένο της συνεχίστηκε μέχρι τη δολοφονία του, το 1831. Το τελευταίο της γράμμα ως απάντηση σε ένα δικό του όπου της εξομολογούνταν τις αγωνίες του, έφτασε στο Ναύπλιο πολύ αργά. Ο Καποδίστριας ήταν νεκρός… «Αγαπητέ μου Φίλε! Από τα λίγα λόγια που μου γράφατε κατάλαβα τις αγωνίες,τις πικρίες και τους πόνους που δοκιμάζετε, τόσο από τους ξένους όσο και από τους δικούς μας. Η σκέψη ότι ημπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει, με γεμίζει με μαύρα σύννεφα αγωνίας, μου βουρκώνει τα μάτια, μου συνθλίβει την ψυχή. Τις περισσότερες ώρες στέκω ή μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και τους ικετεύω να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους που σας κυκλώνουν ή μπροστά στην προσωπογραφία σας, όπου και σας μιλώ με τις ώρες και το νοιώθω ότι μου απαντάτε…»

Η τραγική είδηση έφτασε στη Ρωξάνδρα δύο μήνες μετά. Μόλις την άκουσε, έπεσε κάτω λιπόθυμη. «Ό,τι ωραιότερο πλάσμα δημιούργησε ο Θεός στον κόσμο, δεν υπάρχει πια. Το ευγενέστερο πλάσμα της γης δεν υπάρχει. Ο Καποδίστριας είναι νεκρός. Από αυτή τη στιγμή είμαι και εγώ νεκρή.»