Παρουσίαση/Συνέντευξη: Κωνσταντίνος Σύρμος

Η Ντίνα Γεωργαντοπούλου γράφει ποίηση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που υπονοεί ο τίτλος της τρίτης ποιητικής της συλλογής, «Απροσποίητα», από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πρόκειται για ένα πολύπλευρο αφήγημα, που ο λόγος του ζωντανεύει την ίδια την δημιουργό στον αναγνώστη και τον μαγνητίζει σε αυτήν την ιδιάζουσα γνωριμία, που συντελείται ανάμεσα σε εκείνη που έγραψε και σε αυτούς που την διαβάζουν. Η Γεωργαντοπούλου, έχει εκδώσει ακόμη τις ποιητικές συλλογές «Αθόρυβοι μύθοι», (εκδ. Ζάθεον Πυρ 2015) και «Caressing Myths» [ελληνικά-αγγλικά], (εκδ. Libros Libertab 2015). Έχει συμμετάσχει στις ανθολογίες «127 φωνές ψυχής», (εκδ. συλλόγου «Ομάδα Πρωτοβουλίας» 2013), «Ανθολόγιο περί έρωτος», (εκδ. Όστρια 2014), «Ανθολογία Ποιήσεως» (εκδ. Όστρια 2015), «Ετερότητα-Craftbook II», (Μικρές Εκδόσεις 2015), «Έκδοση συλλογικού έργου Συν–Ποιείν», (2017) και «Neo-Hellene Poets -An Anthology of Modern Poetry 1750-2018», (εκδ. Libros Libertad 2018).  Επίσης εργάζεται ως λογίστρια και διατηρεί δική της εκπομπή στο ιντερνετικό ραδιόφωνο «Ράδιο Βακχικόν».

Οπτική Κωνσταντίνου Σύρμου:

Το βιβλίο της Ντίνας Γεωργαντοπούλου «Απροσποίητα», είναι ένα ποιητικό οδοιπορικό σε τόπους της καρδιάς και της ευαισθησίας. Με έναν ονειρικά ερωτικό τρόπο, η ποιήτρια αγγίζει τα μέρη, τα αντικείμενα, την φύση και τον έρωτα. Τις βαθιές επιθυμίες της που τις κρυφακούμε, διαβάζοντας σελίδα τη σελίδα. Τα κείμενα μοιάζουν με διηγήσεις ψυχής ενός ανθρώπου που ταξίδεψε σε μιαν άλλη χώρα, με σκοπό να χαθεί από την δική του. Περιπλανιέται,  περπατά τους νέους δρόμους, ονειρεύεται, κι όταν γυρνά στο μοναχικό δωμάτιο του ξενοδοχείου, παίρνει μια κόλλα χαρτί και γράφει, για όλα εκείνα που τον έσπρωξαν σε τούτο το ταξίδι – θεραπεία. Τα ποιήματα της Ντίνας, δεν απευθύνονται στον εαυτό της. Μοιάζει να κάνει έναν διάλογο με έναν βουβό συνομιλητή απέναντί της, που αν και κοντά της χρόνια, είναι σαν τώρα να την ακούει για πρώτη φορά.

 

«…Έπειτα μόνοι

λύσε μου τα σχοινιά

υπάρχουν σε αναμονή αγγίγματα

θέλω να περάσω τα χέρια στα μαλλιά μου.

Αναζητείται προφανές συναίσθημα.

Πρέπει να μάθουμε πως έχουμε γνωριστεί.»

 

Στα ποιήματά της κρύβεται η ουσιαστική ένταση της καθημερινότητας ως βίωμα, ανυπόφορη και γλυκιά. Η απαλότητα της καθημερινής σιγουριάς είναι άλλωστε και το αχόρταγο τέρας, που καταβροχθίζει τις μέρες μας. Μέσα από αλληγορικές φράσεις σε συνδυασμό με την αμεσότητα των νοημάτων, αισθάνθηκα μία παράξενη οικειότητα με τις στιγμές που περιγράφονται, φαντασιακές ή μη. Οι υπαρξιακές αγωνίες της δημιουργού δεν επικεντρώνονται στο τέλος της ζωής – δηλαδή τον τρόμο του θανάτου όπως σε τόσους άλλους ποιητές – αλλά στην διάρκεια της ζωής «…μια ευθεία ανοχής να φτάσει οπουδήποτε…», «… ξεθωριάζει η αυγή του νου μου…». Στην ενδιάμεση αυτή παύση ανάμεσα στο πριν, στην αρχή και στο μετά το τέλος, της ύπαρξής μας. Στο τί βιώνει, τί γεύεται, στο αν θα καταφέρει να στριμώξει μέσα στον ακαθόριστο εν πνοή χρόνο περισσότερη ζωή, όπως εκείνη την αντιλαμβάνεται και την καθορίζει.

 

«…Ακροβάτης των λεπτοδειχτών

αυτή η αγωνία να προλάβεις το φευγαλέο

που δε σε περιμένει

η αέναη αγωνία του σχοινοβάτη

να βρεθεί στην απέναντι όχθη

να σπάσει το φόβο στη μέση

σαν καρπός από ρόδια.

Ακροβάτης όσων κινούν τα νήματα

των χεριών σου

με σύντροφο ένα φεγγάρι

που ροκανίζει σιγά σιγά τα σχοινιά.»

 

Η νοσταλγία είναι άλλη μία εδρεύουσα φύση μαζί με την αγάπη, στην ποιητική συλλογή της Γεωργαντοπούλου. Τοποθετώ μαζί τη νοσταλγία και την αγάπη, γιατί η νοσταλγία τόπων, ανθρώπων, συναισθημάτων και στιγμών, είναι εκείνη που μας διδάσκει και την αγάπη, την χτίζει και την εδραιώνει μέσα μας. Και αισθάνομαι πως έτσι αντιλαμβάνεται τις δύο αυτές καταστάσεις κι η ποιήτρια. «Ήξερες πως η νοσταλγία είναι αγάλματα…», «Αγαπάω θα πει στης αγωνίας το δρόμο / να σκύβω να σκαλίζω την άσφαλτο / ώσπου να βρω τα χείλη σου» και στο τέλος του επόμενου ποιήματος αναφέρει: «…Η κοινωνία του έρωτά μου είναι / ο θάνατος κι η γέννηση ταυτόχρονα. / Στα ενδιάμεσα θα εξομολογηθώ πως ονειρεύομαι». Μία άλλη έντονη πτυχή της συλλογής αποτελεί κι η γυναίκα, ως ον και ως ταυτότητα, με το βάρος της απαίτησης του μεταλλασσόμενου ρόλου που της έχει δοθεί, την θηλυκότητα που οφείλει να έχει και αργότερα, να ακρωτηριάσει.

 

«…Τώρα μπορώ να πω

πως δεν μοιράστηκα με άλλον το στήθος μου

όχι σαν πράξη καθωσπρεπισμού

μα το στήθος μου είναι φωλιά φιλοξενίας

πρωτογενών υλικών.

Τώρα ακόμα να πω μπορώ

πως φοβάμαι τη θαλπωρή της γης

σαν να υπηρετήθηκε η θηλυκότητά μου

σε λογισμούς και νούμερα με ερωτήσεις.»

Οπτική Ντίνας Γεωργαντοπούλου:

Το βιβλίο «Απροσποίητα» εκφράζει ό,τι και η λέξη. Την απλή και αυτόματη καταγραφή των συναισθημάτων μου με λέξεις. Γράφτηκε παντού, στο δρόμο, στο μετρό, στο σπίτι και ειδικά στις μοναχικές ώρες της διαδρομής προς τον εσώτερο εαυτό μου. Είναι το κλικ της στιγμής, στα πράγματα που ερέθισαν το συναισθηματικό μου τοπίο και σε ό,τι υπήρχε φυλαγμένο σαν μνήμη. Είναι η καταγραφή όσων σημάδεψαν το διάστημα της δημιουργίας του, όλων εκείνων που έπρεπε να αντιμετωπίσω με το συναίσθημα και τη λογική, μα και ό,τι γέμισε χαρά την καθημερινότητα. Είναι το κάθε κομμάτι χαρτί που κρατούσε το συναίσθημα και τον προβληματισμό, ώσπου τα κομμάτια ενώθηκαν σε μια σελίδα που μαρτυρούσε την σημαντικότητα να γίνει ολοκληρωμένος λόγος. Εκφράζει τις εναλλαγές της διάθεσής μου από το ονειρικό στο ρεαλιστικό, ακριβώς όπως συμβαίνει στην πραγματικότητά μου. Αναφέρομαι συχνά στην γυναικεία φύση που τεμαχίζεται μέσα από τους πολλαπλούς ρόλους της, και στην προσπάθειά της να μείνει αλώβητη.

 

«Η συνήθεια θεέ μου η συνήθεια

είναι τα μαχαίρια

και εγώ ακουμπώ σαν γάτα στα πόδια

του αγαπημένου μου.

Και όσο και αν το αρνείται

γιατί η συνήθεια

του έγινε ανάγκη

τον γρατζουνάω

με νύχια που άργησα να κόψω

Θεέ μου επίτηδες»

 

Τα «Απροσποίητα», είναι «ο χρυσός κρίκος» με το περιβάλλον μου και τους ανθρώπους. Ο προσωπικός εξαγνισμός μέσω της γραπτής έκφρασης, κάτι που θα έκανε κάποιος άλλος πηγαίνοντας π.χ. να εξομολογηθεί. Ασκήσεις πάνω στην αντοχή της αλήθειας. Η βιωματική αφήγηση της σχέσης σκέψεων – συναισθημάτων – καταγραφής με τρόπο που να μην παρεμβάλλεται κανένα μυστικό. Η επιθυμία ο αναγνώστης να νιώσει τη διάθεση, να γίνομαι όσο μπορώ πιο διάφανη.

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ντίνα, που εντοπίζεις την διαφορά στο συναίσθημα εκείνου που γράφει, όταν το γραπτό του βρίσκεται στο γραφείο του και όταν αργότερα το βλέπει τυπωμένο και προσβάσιμο σε όλους;

Ξεκινώ από την διαπίστωση πως γράφω μόνο γιατί έχω αυτή την ανάγκη. Αν δεν το κάνω, δεν μπορώ να λειτουργήσω σωστά στις υπόλοιπες υποχρεώσεις μου. Όταν ξεδιπλώνω τις σκέψεις μου στο χαρτί, είμαι μόνη με τον εαυτό μου και συνομιλώ μαζί του… Γνωρίζω πως πρέπει να έρθω αντιμέτωπη με όλα μου τα συναισθήματα. Αυτό είναι μια κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη και το γνωρίζουν καλά όσοι αφήνουν τις σκέψεις τους σε ένα κομμάτι χαρτί. Βέβαια κάθε βιβλίο με τυπωμένα τα λόγια σου είναι μια γέννηση, και σαν τέτοιο γεγονός με γεμίζει αγάπη… Όμως είναι μια κατάσταση πλέον, που έχει φύγει από τα χέρια μου. Όταν παίρνω στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο, νιώθω μια τεράστια συγκίνηση, μα γίνομαι αυτόματα αναγνώστης. Υπάρχει μια απόσταση από το αρχικό συναίσθημα.

Μετά συνειδητοποιώ τι ακριβώς συμβαίνει και αρχίζει η λογική διεργασία, αν π.χ. θα μπορέσει και ο άλλος αναγνώστης να φτάσει στην αιτία των λέξεών μου. Και πάντα σκέφτομαι πως έναν αν αγγίξει, αν σε έναν και μόνο άνθρωπο προκαλεί συναισθήματα, είναι μαγεία. Και έτσι κλείνει ένας κύκλος όπως αρχίζει. Με το συναίσθημα ευτυχώς.

Έχεις εκδώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές. Ποιες αλλαγές παρατηρείς στην γραφή σου;

Κάθε βιβλίο ακολουθεί τον χρόνο μου… Βλέπω κάποια πράγματα να αλλάζουν και στην πραγματικότητα δεν είναι που αλλάζω εγώ, αλλά η οπτική και οι προτεραιότητες που αλλάζουν. (Στα είκοσι επιθυμούσα να είμαι χαρούμενη, ήθελα έναν αλλιώτικο κόσμο.

Και τώρα αυτό θέλω, μα το θέλω περισσότερο για τον γιο μου και για όλα τα παιδιά του κόσμου). Ξέρω πως ο βασικός πυρήνας δεν αλλάζει. Πάντα είναι η αναζήτηση του καλύτερου εαυτού, του καλύτερου κόσμου. Ό,τι έχει μείνει στο περιθώριο της ψυχής για αργότερα. Είναι σαν τις μέρες μας. Λέμε άλλη μια ίδια μέρα μα ποτέ δεν είναι ίδια. Αλλάζουν τα συναισθήματα, οι εικόνες και πολλές φορές μέσα στην μέρα. Αυτό ακριβώς γίνεται και με την γραφή. Συνειδητοποιώ πως η αγάπη είναι κάτι μεγαλύτερο από μένα

και είναι χρέος μου να επικοινωνήσω και να μοιραστώ αυτή την αλήθεια. Ωριμάζει μαζί μου με σκοπό να γίνεται όσο το δυνατόν καλύτερη.

Από την εκπομπή σου στο ιντερνετικό ράδιο «Βακχικόν», γίνεται έκδηλη η αγάπη σου για την ποίηση ως σύνολο. Τι βρίσκεις ως αναγνώστρια στην ποίηση;

Θέλω πρώτα να αναφερθώ στην συνεργασία με το «Βακχικόν», για την εκπομπή «Χωρίς Πρόβα» μέσα από τη συχνότητά του. Είναι μια σχέση ειλικρινής και ποτέ μα ποτέ δεν έχει υπάρξει παρέμβαση στο περιεχόμενο της. Το βρίσκω μια πράξη ελευθερίας, οπότε μου δίνει όπως κάθε τί που κινείται ελεύθερα, μεγάλη ψυχική ικανοποίηση. Αγαπώ την ποίηση και την υπηρετώ, είτε σαν αναγνώστης είτε γράφοντας από τα παιδικά μου χρόνια. Γνωρίζω πως δεν υπάρχει βήμα έκφρασης για τους νέους ποιητές. Πολλές φορές ακούω από παλαιότερους ποιητές να λένε, πως όλοι πια γράφουν. Σωστά το λένε, μα γιατί να μην συμβαίνει; Αγαπώ να διαβάζω τις σκέψεις και τις αναζητήσεις τους. Αν είναι κάτι καλό ή κακό θα το δείξει ο χρόνος. Διαβάζω και συμμερίζομαι – μιας και εγώ κομμάτι της πραγματικότητας είμαι – την αγωνία στο αύριο, για τους χαμένους έρωτες, για την φτώχεια και την ανεργία, για το περιβάλλον κλπ. Για όλα τα θέματα. Και είναι ένας τρόπος να τα τακτοποιούν με τον λόγο. Και μάλλον είναι στο DNA μας αυτή η μορφή έκφρασης. Σαν αναγνώστρια λοιπόν, συνταυτίζομαι με τις ανάγκες των ανθρώπων και γεμίζει η ψυχή μου ποιητικά. Ό,τι δεν αγγίζει το συναισθηματικό μου πεδίο απορρίπτεται από μόνο του, και δεν υπάρχει συνέχεια στην ψυχή μου. Πάντα υπάρχει χώρος όμως και για άλλη και άλλη ποίηση.

Τι ακολουθεί μετά τα «Απροσποίητα»;

Τίποτα δεν υπάρχει με συγκεκριμένη μορφή. Λειτουργώ παρορμητικά. Υπάρχει υλικό, υπάρχει ένας «άνεμος» ζωής. Δεν κάνω ένα βιβλίο γιατί πρέπει να το κάνω. Μπορεί αύριο να μου γεννηθεί αυτή η ανάγκη, μπορεί σε κάποια χρόνια. Να μην ξεχνάμε και το προφανές. Ο δρόμος μέχρι το τυπογραφείο είναι επώδυνος, με ό,τι σημαίνει αυτό για τον καθένα μας…

Σας ευχαριστώ πολύ.