Γράφει η Σοφία Βαρβιτσιώτη
Μία από τις ηρωικότερες μορφές της νεότερης ελληνικής Ιστορίας είναι ο Παύλος Μελάς. Το όνομά του έχει ταυτιστεί με τον Μακεδονικό Αγώνα, στόχος του οποίου ήταν η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος.
Η γη της Μακεδονίας από τα πανάρχαια χρόνια ήταν ελληνική και οι Μακεδόνες ήταν ελληνικό φύλο (όπως οι Αχαιοί, οι Ίωνες, οι Δωριείς, οι Αιολείς). Μιλούσαν τη μακεδονική διάλεκτο, η οποία ήταν ελληνική διάλεκτος με στοιχεία της δωρικής και της αιολικής. Την ελληνικότητα της Μακεδονίας τη μαρτυρούν οι αρχαίες επιγραφές (όλες ελληνικές), τα ιερά (όλα αφιερωμένα στους ίδιους θεούς που λάτρευαν και οι υπόλοιποι Έλληνες), τα νομίσματα, τα αρχαία θέατρα και πλήθος άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων και ιστορικών δεδομένων, τα οποία αποδεικνύουν ότι το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον», το «ομόθρησκον» και το «ομότροπον» (οι όροι ανήκουν στον Ηρόδοτο) συνέδεαν τους Μακεδόνες με τους υπόλοιπους Έλληνες. Βεβαίως από τη Μακεδονία πέρασαν ξένοι κατακτητές, όμως η ψυχή της παρέμεινε ελληνική.
Το 1881 παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία (εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας) και από την Ήπειρο η περιοχή της Άρτας. Έτσι, παρέμεναν εκτός της ελληνικής επικράτειας και υπό οθωμανική διοίκηση η Ήπειρος, Μακεδονία και η Θράκη, στις οποίες όμως ζούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, που καρτερούσαν τη λευτεριά από τον οθωμανικό ζυγό και την ένωση με την Ελλάδα. Στα βορειότερα τμήματα της Μακεδονίας εκτός από τους ελληνικούς πληθυσμούς συμβίωναν και σερβικοί και βουλγαρικοί πληθυσμοί. Οι Βούλγαροι ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αλλά δεν υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, επειδή το 1870 αποσχίσθηκαν και ίδρυσαν δική τους ανεξάρτητη εκκλησία, την Εξαρχία.
Τη Μακεδονία την εποφθαλμιούσε η Βουλγαρία, της οποίας πάγια επιδίωξη ήταν διέξοδος στο Αιγαίο, για ευνόητους λόγους. Ξεκίνησε λοιπόν από τη δεκαετία του 1870 μια μεθοδική εκστρατεία εκβουλγαρισμού του ελληνικού στοιχείου, με τρόπο ιδιαίτερα επιθετικό. Επιστράτευσε γι’ αυτόν τον σκοπό τους διαβόητους κομιτατζήδες (Βουλγάρους αντάρτες) οι οποίοι με τη χρήση προπαγάνδας, απειλών και ένοπλης βίας επιχειρούσαν να εντάξουν τους ελληνικούς χριστιανικούς πληθυσμούς στην Εξαρχία.
Σημειώνουμε ότι η ιδιότητα του «εξαρχικού» σήμαινε αποδοχή της βουλγαρικής ταυτότητας, ενώ η ιδιότητα του «πατριαρχικού» δήλωνε την ελληνική εθνική συνείδηση. Η εκκλησιαστική ταυτότητα είχε λοιπόν αποφασιστική σημασία και ήταν συγχρόνως κριτήριο εθνικής ταυτότητας. Το ελληνικό κράτος δεν είχε να αντιτάξει οργανωμένη αντίσταση στις βουλγαρικές ενέργειες, ενώ αδυνατούσε να συντονιστεί με τους Έλληνες μητροπολίτες των μακεδονικών πόλεων, έτσι ώστε να εμποδιστεί η προσχώρηση των Ελλήνων στην Εξαρχία. Κοινώς, αδιαφορούσε… Ύστερα από το 1860 εκδηλώθηκαν τοπικά επαναστατικά κινήματα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, αλλά καταπνίγηκαν από τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες εκτός των άλλων παραβίαζαν συστηματικά το δικαίωμα των Ελλήνων της Μακεδονίας στην εκπαίδευση. Γινόταν δηλαδή συστηματική προσπάθεια αφελληνισμού του μακεδονικού πληθυσμού.
Σπουδαία εθνική δράση ανέπτυξαν οι Έλληνες μητροπολίτες, όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά και ο Χρυσόστομος στη Δράμα (μετέπειτα μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή). Ύστερα από το 1885 (όταν η Βουλγαρία προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία) η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να αφυπνίζεται και να στέλνει ένοπλα σώματα στη Μακεδονία. Ένας από τους αξιωματικούς που μετείχαν σε αυτές τις αποστολές υπήρξε ο Παύλος Μελάς.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870 και προερχόταν από οικογένεια ευκατάστατων εμπόρων. Το 1874 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1886 εισάγεται στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1891 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Εκείνη την εποχή η ελληνική κοινωνία φλεγόταν από πόθο για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, που σήμαινε την επέκταση των συνόρων και την ενσωμάτωση των αλύτρωτων Ελλήνων και αποτελούσε βασικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Μιχαήλ Μελάς, που εξελέγη δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής, διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Η νεανική ψυχή του Παύλου μπολιάστηκε λοιπόν με υψηλά εθνικά ιδεώδη.
Το 1892 ο Παύλος νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα, με την οποία απέκτησε τον Μιχαήλ (Μίκη) και τη Ζωή (Ζέζα). Η οικογένεια Δραγούμη διακρινόταν για τα φλογερά πατριωτικά της φρονήματα και είχε ρίζες στην Καστοριά. Είναι γνωστή η στήριξη που πρόσφερε ο Ίων Δραγούμης στον Μακεδονικό αγώνα.
Το 1904 ο Παύλος Μελάς πέτυχε να μετάσχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία, για να διερευνήσει την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Του ανατέθηκε η αρχηγία των ομάδων που δρούσαν στις περιοχές Καστοριάς και Μοναστηρίου. Χαρακτηριστικό είναι το γράμμα που έστειλε στη Ναταλία στα τέλη Αυγούστου 1904: «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου…».
Είχε το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας και φορούσε ως στολή τον παραδοσιακό μαύρο ντουλαμά, όπως φαίνεται στη γνωστή φωτογραφία του. Τον ακολουθούσε ένα σώμα από Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικούς. Είχε να αντιμετωπίσει δύσκολες καιρικές συνθήκες, κακουχίες και κρούσματα προδοσίας από ορισμένους ντόπιους που θέλησε να προσεταιριστεί. Εργάστηκε σκληρά, για να οργανώσει την άμυνα των χωριών και να ενισχύσει την πολεμική ικανότητα των Ελλήνων ανταρτών. Επειδή δεν διέθετε κανονικό στρατό, έκανε ανταρτοπόλεμο. Παράλληλα, αγωνίστηκε για να ενδυναμώσει το εθνικό φρόνημα των αποθαρρυμένων Ελλήνων, όχι μόνο με ηθική και στρατιωτική στήριξη, αλλά και με την ίδρυση σχολείων. Σιγά-σιγά κατόρθωσε να κάμψει τη βουλγαρική προπαγάνδα.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, μια σφοδρή βροχόπτωση ανάγκασε τον Παύλο Μελά με τους άνδρες του να καταφύγουν στο χωριό Στάτιστα. Το πληροφορήθηκαν όμως οι Οθωμανοί από έναν κομιτατζή και έστειλαν 50 στρατιώτες να περικυκλώσουν το σπίτι που βρισκόταν ο Μελάς με τους έμπιστους στρατιώτες του. Στη διάρκεια της μάχης, ο Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και λίγο αργότερα ξεψύχησε, αφού όμως είχε καταφέρει να σώσει τα παλικάρια του.
Με ενέργειες του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη το σώμα του τάφηκε στον ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά. Ο θάνατος του Παύλου Μελά συγκλόνισε την κοινή γνώμη και ο αγώνας του ενέπνευσε πολλούς άλλους Έλληνες, που θέλησαν να συμβάλουν στον Μακεδονικό Αγώνα. Έτσι, η απελευθέρωση της Μακεδονίας έγινε υπόθεση όλων των Ελλήνων. Ο Παύλος Μελάς αναδείχτηκε σε σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.