Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Με αφορμή την πρόσφατη φημολογία που κυκλοφόρησε πρόσφατα (και ευτυχώς διαψεύστηκε) σχετικά με την κατάργηση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή από το πρόγραμμα των μαθημάτων γενικής παιδείας της Β΄ Λυκείου, κρίναμε σκόπιμο να αφιερώσουμε κι εμείς ένα κείμενο στον ανυπέρβλητο αυτόν τραγικό ποιητή.

Ο Σοφοκλής (497/6-406 π.Χ.) είχε την τύχη να γεννηθεί και να ανδρωθεί μέσα στην πιο λαμπρή περίοδο που γνώρισε η Αθήνα. Γεννήθηκε στον αριστοκρατικό Ίππειο Κολωνό και ήταν γιος του πλούσιου Σοφίλ(λ)ου, ο οποίος πρόσφερε στο γιο του εξαίρετη μόρφωση. Είχε δάσκαλό του τον φημισμένο μουσικοδιδάσκαλο Λάμπρο και διακρινόταν για την πνευματική του καλλιέργεια και τη σωματική του ωραιότητα, ενσαρκώνοντας το πρότυπο του «καλού καγαθού» πολίτη. Ως παιδί και έφηβος έζησε τις περιφανείς νίκες των Αθηναίων στο Μαραθώνα (490) και στη Σαλαμίνα (480). Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των επινίκιων πανηγυρισμών ύστερα από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Σοφοκλής τέθηκε επικεφαλής του χορού των εφήβων, παίζοντας λύρα και ψάλλοντας μαζί τους τον παιάνα. Στα χρόνια της ωριμότητάς του έζησε τον περίφημο «χρυσό αιώνα» του Περικλή, την περίοδο της μεγάλης ακμής της Αθήνας. Ήταν η χρυσή εποχή της Δημοκρατίας και η εποχή που η Αθήνα αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική δύναμη της αρχαίας Ελλάδας και στο σπουδαιότερο ίσως λίκνο του ελληνικού πολιτισμού, όπου άνθησαν οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα και συγκεντρώθηκε η αφρόκρεμα των ανθρώπων του πνεύματος. Και στη γεροντική πλέον ηλικία, ο Σοφοκλής βίωσε τον Πελοποννησιακό πόλεμο, είδε την πόλη του να χάνει την αίγλη της, αλλά ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει την τελική ήττα από τη Σπάρτη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Σοφοκλής δεν θα ήταν ο ίδιος αν είχε γεννηθεί σε άλλη πόλη και η Αθήνα ίσως δεν θα ήταν ίδια χωρίς αυτόν.

Ο Σοφοκλής αφοσιώθηκε στην τραγική ποίηση. Οι φιλόλογοι, που αγαπούν τους συσχετισμούς, λένε πως είχε δάσκαλο και πρότυπό του τον παλαίμαχο ποιητή Αισχύλο. Όντως, στο έργο του υπάρχουν σχετικές επιρροές, ιδιαίτερα στο μεγαλόπρεπο ύφος, το οποίο χαρακτήριζε τον Αισχύλο. Όμως ο Σοφοκλής δεν στάθηκε σε αυτό, αλλά εξέλιξε την τραγωδία, καθιερώνοντας ουσιώδεις καινοτομίες. Κατ’ αρχάς, εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή (ηθοποιό), πράγμα που εμπλούτισε τη δράση και έκανε το έργο πιο ενδιαφέρον, αφού ήταν πλουσιότερο σε χαρακτήρες. Έτσι, στην τραγωδία βλέπουμε πλέον να συνομιλούν μέχρι τρία πρόσωπα επί σκηνής. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αισχύλου, περιόρισε την έκταση των ασμάτων του Χορού και αύξησε ακόμα περισσότερο τα διαλογικά μέρη. Αύξησε όμως τα μέλη του Χορού από 12 σε 15 και αναβάθμισε το ρόλο του Χορού στην τραγωδία, ώστε να λειτουργεί σαν ένας από τους ηθοποιούς. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον Αισχύλο, καθιέρωσε την παρουσίαση (διδασκαλία ορθότερα) τριών τραγωδιών με αυτοτελή υπόθεση και όχι ενιαία. Επίσης βελτίωσε τη σκηνογραφία (σε αυτό συνεργάστηκε με τον ζωγράφο Αγάθαρχο τον Σάμιο) και εισήγαγε στη μουσική τον φρυγικό τρόπο (Φρυγία: περιοχή της Μ. Ασίας).

Ο Σοφοκλής ήταν πολύ επιτήδειος στη σκιαγράφηση του ήθους των ηρώων του (ηθοποιός). Οι ήρωές του παρουσιάζονται με τάση εξιδανίκευσης, όπως πρέπει να είναι (οἵους δεῖ εἶναι) και υπερέχουν από τον μέσο άνθρωπο στη γενναιότητα, χωρίς όμως να τους λείπουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Διακρίνονται για τα ευγενικά τους κίνητρα και το υψηλό ήθος τους και καταλήγουν να παλεύουν μόνοι τους για τις αξίες τους και τα ιδανικά τους. Γι’αυτό και ο θεατής ταυτίζεται και συμπάσχει μαζί τους. Στις τραγωδίες του υπάρχουν ασφαλώς και δευτερεύοντα πρόσωπα (πιο λαϊκοί τύποι), που χαρακτηρίζονται από απλοϊκότητα, αφέλεια, κουτοπονηριά και προσήλωση στο ατομικό συμφέρον. Η παρουσία αυτών των προσώπων δίνει και μια κωμική νότα στα έργα του, που απαλύνει την καταθλιπτική ατμόσφαιρα.

Η γλώσσα του Σοφοκλή χαρακτηρίζεται από κομψότητα, χάρη, λυρισμό και αρμονία. Οι στίχοι του βρίθουν από καλολογικά στοιχεία και περίτεχνα σχήματα λόγου, που όμως δεν κουράζουν τον θεατή. Λεγόταν χαρακτηριστικά ότι το στόμα του μέλιτι κεχρισμένον ἦν, τέτοια γλυκύτητα είχε ο λόγος του. Επίσης, ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί με άριστο τρόπο την τραγική ειρωνεία (κατάσταση στην οποία ο θεατής γνωρίζει πράγματα που ο ήρωας αγνοεί και επομένως τα λόγια του αποκτούν άλλη σημασία στα αυτιά του θεατή).

Οι τραγωδίες του διαπνέονται από σεβασμό στην παράδοση και έντονη θρησκευτικότητα, γιατί και ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα ευσεβής. Τον απασχόλησαν ιδιαίτερα τα ζητήματα της δικαιοσύνης, της υπεροχής των άγραφων νόμων, της ύβρεως, της Μοίρας και της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Οι ήρωές του κάνουν ελεύθερα τις επιλογές τους, αλλά υφίστανται τις συνέπειες των πράξεών τους.

(Συνεχίζεται)