Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Επί ένα μήνα περίπου η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Οι ζημιές που προκλήθηκαν ήταν ανυπολόγιστες, πολύ μεγαλύτερες από όσες προκάλεσαν οι Γερμανοί στην Κατοχή, ενώ και τα θύματα ήταν χιλιάδες, στρατιώτες και άμαχοι. Σημειώθηκαν και εξαφανίσεις και απαγωγές αμάχων, ιδιαίτερα πολιτών που δεν υποστήριζαν το ΚΚΕ. Οι κυβερνητικές δυνάμεις (Στρατός, Αστυνομία, Βρετανοί στρατιώτες) και οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ πολεμούσαν λυσσαλέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με το μέρος της Κυβέρνησης πολέμησε η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, που είχε διακριθεί στη μάχη του Ρίμινι και είχε επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου). Αρνητικό είναι το γεγονός ότι στις κυβερνητικές δυνάμεις μετείχαν και ορισμένοι πρώην συνεργάτες των Γερμανών, οι λεγόμενοι ταγματασφαλίτες. Μια ωραιότατη, κατά τη γνώμη μας, περιγραφή τη δίνει ο Κώστας Ταχτσής στο «Τρίτο Στεφάνι», επικρίνοντας ορισμένους «εκπροσώπους» και των δύο πλευρών: «Ο ένας αλήτης χειρότερος από τον άλλο! σκέφτηκα. Τουλάχιστον οι ελασίτες κάνουν αυτά που κάνουν, γιατί έχουν την εντύπωση ότι μπορούν να αλλάξουν λιγάκι την Ελλάδα προς το καλύτερο, ενώ αυτός ο χαφιές, αυτό το κάθαρμα, τι ονειρεύεται να κάνει, σε τι πιστεύει;» Πάντως και στις δύο πλευρές συμμετείχαν και εκπρόσωποι της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών. Οι κυβερνητικοί έλεγχαν το Σύνταγμα και την περιοχή Μακρυγιάννη και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την υπόλοιπη Αθήνα. Το να κυκλοφορεί κανείς στους δρόμους ήταν σαν να έπαιζε τη ζωή του κορώνα-γράμματα, αφού ανά πάσα στιγμή κινδύνευε να χτυπηθεί από αδέσποτες σφαίρες…
Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν ότι πολεμούσαν για τη Δημοκρατία και την ελευθερία. Αλλά κάθε πλευρά έδινε διαφορετικό νόημα σε αυτές τις δύο έννοιες, επειδή οι κυβερνητικοί μάχονταν για το αστικό δημοκρατικό πολίτευμα με τις ελευθερίες που γνωρίζουμε εμείς σήμερα, ενώ το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ επεδίωκε την κοινωνική και πολιτική οργάνωση σύμφωνα με τα σοβιετικά πρότυπα, δηλαδή την αποκαλούμενη «λαϊκή δημοκρατία». Το ποιος δικαιώθηκε από την Ιστορία, γίνεται κατανοητό αν θυμηθούμε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού από το 1989 και έπειτα.
Ενώ λοιπόν συνέβαινε αυτή η αιματοχυσία, ο Τσώρτσιλ κατέφθασε ανήμερα τα Χριστούγεννα στην Αθήνα, για να διευθετήσει με ειρηνικό τρόπο την κατάσταση. (Στις 26 Δεκεμβρίου βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών υλών στους υπονόμους του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια», όπου στεγαζόταν το ελληνοβρετανικό στρατηγείο και οι οποίες είχαν τοποθετηθεί από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για να το ανατινάξουν και να σκοτώσουν τον Τσώρτσιλ μαζί με τους Έλληνες πολιτικούς. Λέγεται μάλιστα ότι το αυτοκίνητο που τον μετέφερε κινδύνεψε να χτυπηθεί από βλήματα.) Ύστερα από διαδοχικές συσκέψεις στο Υπουργείο Εξωτερικών, στις οποίες μετείχαν εκπρόσωποι όλων των παρατάξεων με τον Τσώρτσιλ και τους πρεσβευτές της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, ορίστηκε αντιβασιλιάς ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός,
παραιτήθηκε ο Παπανδρέου και στις 3 Ιανουαρίου 1945 ορίστηκε πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας, με τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος και των Φιλελευθέρων. Ο Τσώρτσιλ υποσχέθηκε τη βοήθεια της Μ. Βρετανίας προς την Ελλάδα για να ανασυγκροτηθεί και δεσμεύτηκε ότι ο ίδιος θα είναι ένας πολύ καλός φίλος της Ελλάδας. Στις 11 Ιανουαρίου, ύστερα από συμφωνία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του στρατηγού Σκόμπι, τερματίστηκαν οι μάχες. Ο ΕΛΑΣ, αντιμετωπίζοντας την πίεση των βρετανικών δυνάμεων και την έλλειψη πυρομαχικών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να υποχωρήσει προς τα βόρεια.
Το ΚΚΕ έδειξε αδιάλλακτη στάση (ζήτησε λόγου χάρη να δοθούν σε δικά του στελέχη τα μισά υπουργεία), ενώ θα μπορούσε να επιδιώξει έναν έντιμο συμβιβασμό και να πάρει μερίδιο στην εξουσία, δεδομένου ότι είχε την υποστήριξη ενός σημαντικού ποσοστού του λαού. Τον Απρίλιο του 1945, τα στελέχη του παραδέχτηκαν ότι η αιματοχυσία θα μπορούσε να αποφευχθεί, ότι υπήρξαν πολλά αθώα θύματα, ειδικά ανάμεσα στους αμάχους, και αναγνώρισαν ότι βασικά αίτια της ήττας υπήρξαν αφ’ ενός το γεγονός ότι δεν εκτίμησαν σωστά το ρόλο και τις διαθέσεις της Μ. Βρετανίας και αφ’ ετέρου ότι υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες του ΚΚΕ.
Το τέλος των Δεκεμβριανών δόθηκε με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφίσματος για το μέλλον της βασιλείας, διάλυση των αντάρτικων οργανώσεων και παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ, καθώς και αμνηστία στους στρατιώτες του ΕΛΑΣ.
Για τους φίλους της Αριστεράς, οι ενέργειες του Τσώρτσιλ αποτέλεσαν απροκάλυπτη και αθέμιτη παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας. Αντίθετα, για τους αντιπάλους της, ήταν μια σωτήρια επέμβαση για το δημοκρατικό πολίτευμα και για το μέλλον της Ελλάδας. Μόνο που δυστυχώς, ο εμφύλιος πόλεμος δεν αποτράπηκε, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό…