Συνέντευξη στην Άννα Παχή

«Γνώρισα» το Θοδωρή Νικολάου μέσα από την «Ομπρέλα» του κι εντυπωσιάστηκα από τη φωνή, την αισθαντική ερμηνεία, την όμορφη μουσική και τους δουλεμένους στίχους. Η συζήτηση μαζί του ενίσχυσε την εντύπωσή μου. Το iart.gr παρουσιάζει έναν νέο, πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη.

Ακούγοντας την πρώτη σου προσωπική δουλειά, διαπιστώνει κανείς την μεγάλη προσοχή που έχεις δείξει. Φροντισμένοι στίχοι, εξαιρετική μουσική και πλήρης αποφυγή της “ευκολίας”. Πόσο χρόνο – και κόπο – χρειάστηκες για να ολοκληρώσεις την «Ομπρέλα»; Τι θα ήθελες να νιώσει ο κόσμος ακούγοντάς την;

Η “Ομπρέλα” προσπαθεί να ανοίξει εδώ και 15 μήνες, όταν άκουσα για πρώτη φορά το ομώνυμο τραγούδι.Βέβαια, η σκέψη για τη δημιουργία ενός δίσκου με καινούργια τραγούδια υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια. Η διαδικασία εύρεσης του υλικού δεν ήταν εύκολη. Είμαστε τυχεροί όμως, επειδή  σημαντικοί και ταλαντούχοι άνθρωποι του χώρου, μας εμπιστεύτηκαν τα δημιουργήματά τους: οι Θοδωρής Λαχανάς, Νίκος Αντύπας, Αντώνης Μιτζέλος, Νεκτάριος Μπήτρος, Μιχάλης Γκανάς, Ηλίας Κατσούλης και Πένυ Παπαδάκη. Δεν μπορώ να αξιολογήσω το υλικό αυτό.Μπορώ να πω με σιγουριά όμως ότι, δεδομένων των συνθηκών, κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε.Εύχομαι κάποια από αυτά τα τραγούδια να ταξιδέψουν στο χρόνο με αξιώσεις.

Το «Μαύρο τρυγόνι» που συν-τραγουδάτε με τον Παντελή Θαλασσινό είναι αφιερωμένο στον Μιχαήλ Μητσάκη. Γιατί νιώσατε την ανάγκη να γράψετε τραγούδι για αυτόν;

Την ανάγκη την ένοιωσε ο – πάντα – ευαίσθητος Ηλίας Κατσούλης, αυτός ο εξαιρετικός ποιητής και άνθρωπος του τραγουδιού μας, που συνεχίζει, αν και απών, να συγκινεί. Το ίδιο συγκινητική και η ιστορία του συγγραφέα και δημοσιογράφου Μιχαήλ Μητσάκη, ενός εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της Νέας Αθηναικής σχολής. Ο Νεκτάριος Μπήτρος έντυσε με μία όμορφη μελωδία τους στίχους και δε θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικότερος ερμηνευτής από τον Παντελή Θαλασσινό, αδελφικό φίλο και συνεργάτη του εκλιπόντος στιχουργού.

Ο δίσκος αποπνέει θα έλεγα μια “γλυκιά μελαγχολία”. Είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει, ή πρόκειται απλώς για το στίγμα της συγκεκριμένης δουλειάς; 

Δε νομίζω να ήταν αυτός ο στόχος, αν και η ομπρέλα μας παραπέμπει στη βροχή, στη συννεφιά, που σίγουρα κρύβουν αυτήν τη γλυκιά μελαγχολία για την οποία μίλησες. Ηχητικά, ενορχηστρωτικά, ρυθμικά και υφολογικά, ο δίσκος κινείται σε ένα ευρύ πεδίο της μουσικής.Υπάρχουν βέβαια τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν τα τραγούδια. Η αισθητική και ο σεβασμός στον ακροατή.

Έχεις δείξει ότι μπορείς να λειτουργείς σε σχήματα όπως το «Ηχότροπον», σε ορχήστρα, όπως αυτή των Νυκτών Εγχόρδων «Θανάσης Τσιπινάκης» και φυσικά να συνυπάρχεις με καλλιτέχνες όπως ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, ο Παντελής Θαλασσινός και άλλοι. Σκέφτεσαι κάποτε να δημιουργήσεις το δικό σου σχήμα, ή νιώθεις πως η σόλο καριέρα, – με συνεργασίες βέβαια – σου ταιριάζει περισσότερο;

Το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αν και ο ρόλος του τραγουδιστή, από μόνος του, είναι “μοναχικός”. Ήδη υπάρχουν σταθεροί συνεργάτες μουσικοί, το σχήμα που λες, που χωρίς αυτούς, δε θα είχα καταφέρει τίποτα. Ένας καλός μουσικός σε βοηθάει να γίνεις καλύτερος. Και, βέβαια, υπάρχει η ανάγκη για συνεργασίες με άλλους ερμηνευτές και δημιουργούς, αλλά και με ορχήστρες και σχήματα, από ένα ευρύ φάσμα της μουσικής.

Πρόσφατα παρουσίασες τη δουλειά σου και “επισήμως”. Περιγραψέ μας τη βραδιά και τα συναισθήματά σου.

Πράγματι πριν λίγες μέρες έγινε η παρουσίαση του δίσκου “Ομπρέλα” στη μουσική σκηνή «Σφίγγα». Ήταν μία όμορφη βραδιά. Μας τίμησαν με την παρουσία τους φίλοι, συνοδοιπόροι, συνάδελφοι και άνθρωποι του χώρου της μουσικής. Παρουσιάστηκαν τα τραγούδια του δίσκου, αλλά και δικά μου αγαπημένα από την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, παρέα με επτά εξαιρετικούς μουσικούς επί σκηνής, σε ενορχηστρώσεις του Γιώργου Παπαχριστούδη, και με τη φιλική συμμετοχή του Αντώνη Μιτζέλου και της Βάγιας Ζεππάτου, καλλιτεχνικής διευθύντριας της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων “Θανάσης Τσιπινάκης” του Δήμου της Πάτρας. Δύο από τα τραγούδια του δίσκου παρουσιάσαμε μαζί με την ορχήστρα, για πρώτη φορά σε κοινό, τον περασμένο Οκτώβρη σε συναυλία στην Πάτρα στο Συνεδριακό κέντρο του Πανεπιστημίου.

Λόγω δουλειάς, μένεις στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Τι σου λείπει περισσότερο από την Πάτρα;

Η Αθήνα είναι μεγάλη πόλη, με λίγες φανερές αλλά και πολλές κρυμμένες ομορφιές. Όμως, όλα κινούνται σε γρήγορους και αγχωτικούς ρυθμούς, μακριά από τη φύση, το πράσινο, και το μπλέ της θάλασσας. Στην επαρχία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για μένα, ‘μακριά από την Πάτρα’ σημαίνει μακριά από την οικογένειά μου, τους λίγους φίλους μου και τη θάλασσα.

Θα ήθελες – και πως νομίζεις ότι θα μπορούσε να συμβεί – να μετατοπισθεί λίγο το ‘κέντρο’ της Αθήνας ως προς την Τέχνη;

Την τέχνη μπορείς να τη βρεις παντού, ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη. Δεν είναι μόνον προνόμιο της πρωτεύουσας. Γίνονται σημαντικά πράγματα σε όλη την Ελλάδα, τόσο στο χώρο της μουσικής και του τραγουδιού, όσο και στου θεάτρου με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. , αλλά και με δράσεις και εκθέσεις. Η Αθήνα,απλά, καλύπτει τη φιλοδοξία. Βοηθάει στη δημιουργία απήχησης της δουλειάς σου και φιλοξενεί ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων των τεχνών με τους οποίους μπορεί να θέλει κάποιος να συνεργαστεί.

Τι θα έλεγες σε κάποιον που επιθυμεί να ασχοληθεί με τη μουσική και το τραγούδι; Εσύ πως ξεπερνάς τις δυσκολίες που συναντάς;

Ό,τι θα του έλεγα, αν μου έλεγε ότι θέλει να ασχοληθεί με την εκπαίδευση ή την ιατρική. Δουλειά, διάβασμα, μυαλό, υπομονή, επιμονή, γνώση του εαυτού του. Ισχύουν, και είναι βασικές προυποθέσεις, για επιτυχία σε κάθε πεδίο. Κάποια από αυτά, αν όχι όλα, χρειάζονται και για να ξεπερνάς τις δυσκολίες που συναντάς. Προσπαθώ να αντιμετωπίζω τα πάντα με ηρεμία, λογική, σωστή κρίση και ποτέ απογοήτευση.