gefiri-artas

Της Άννας Παχή

Της Άρτας φυσικά. Η πανέμορφη γέφυρα μήκους 145 μέτρων και πλάτους 3,74 μέτρων είναι εξίσου γοητευτική τόσο λόγω της ομορφιάς της όσο και λόγω του θρύλου που τη συνοδεύει.

Η λαϊκή δοξασία μιλά για τη θυσία της όμορφης γυναίκας του πρωτομάστορα, προκειμένου να φτιαχτεί τελικά το γεφύρι που ‘ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν’. Ο ίδιος ο άντρας της την έχτισε μέσα στο γεφύρι, ξεγελώντας την πως δήθεν έπεσε στην καμάρα η βέρα του. Η γυναίκα, που στην αρχή εξαπέλυσε κατάρες στη γέφυρα «Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες» από το φόβο μήπως περάσει ο αδερφός της και σκοτωθεί, πήρε πίσω τα πικρά λόγια και τα άλλαξε σε ευχή “Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Το γεφύρι άρχισε να χτίζεται στην αρχαία Αμβρακία επί βασιλείας Πύρρου Α. Η περιοχή διέθετε αξιόλογο πολιτισμό και η ασφαλής μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων στον ποταμό Άραχθο ήταν επιβεβλημένη. Γύρω στο 1600 μ.Χ. και με την οικονομική συμβολή του εμπόρου Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγου, το κτίσμα πήρε την τελική του μορφή.

Τα περισσότερα γεφύρια της Ηπείρου διακρίνονται για τη συμμετρία στην κατασκευή τους. Της Άρτας διαφέρει, καθώς οι τέσσερις καμάρες του είναι τελείως ασύμμετρες. Τα βάθρα του, κτισμένα κατά το ισοδομικό σύστημα με επίστεψη είναι σύμφωνα με την τοιχοποιία των ελληνιστικών μεγάρων, αποδεικνύοντας την καταγωγή του. Βελτιώσεις και επιχώσεις πραγματοποιήθηκαν και τα βυζαντινά χρόνια. Υπεύθυνη για το θρύλο του συνεχούς γκρεμίσματος φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη καμάρα που λόγω του μεγέθους της ήταν η πιο επισφαλής. Τα χρόνια της τουρκοκρατίας χτίστηκε και γκρεμίστηκε κάμποσες φορές. Γραπτές πηγές αναφέρουν πως η κατασκευή της ξεκίνησε το 1615 και διήρκεσε τρία χρόνια.

Δίπλα στη γέφυρα κτίστηκε το Οθωμανικό Τελωνείο, σε σχέδια του Ερνστ Τσίλλερ. Από εκεί, με χρήση διαβατηρίου, οι κάτοικοι της ανατολικής Ελληνικής πλευράς πηγαινοέρχονταν στη δυτική Οθωμανική. Το τελωνείο στεγάζει σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο της Άρτας.

gefiri-artas1

Το 1881 η Άρτα απελευθερώθηκε με συμφωνία κι αποτέλεσε το σύνορο μεταξύ ελεύθερης και τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Το γεφύρι πέρασε αρκετές περιπέτειες. Στο τέλος του 1930 προστέθηκαν ελεεινά τσιμεντένια βάθρα δίπλα στα αρχαία. Όταν οι Γερμανοί κατέκτησαν τη χώρα, ενίσχυσαν το τσιμέντο με σιδηροδοκούς για να μπορούν να περνούν τα οχήματά τους με ασφάλεια. Μετά την απελευθέρωση θέλησαν να το ανατινάξουν, ο αστικός μύθος όμως θέλει τον υπεύθυνο ανατίναξης να μην υπακούει στη διαταγή. Να είναι καλά ο άνθρωπος.

Το 1945 η σιδηροτροχιά που κατασκευάζεται καταστρέφει τη βόρεια πλευρά του γεφυριού η οποία τελικά αποκτά την κανονική της μορφή τη δεκαετία του 1980 όταν η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη δίνει εντολή για εργασίες αναστήλωσης.

Το νερό του Άραχθου έπαψε να κυλάει κανονικά ανάμεσα στο ποτάμι όταν κατασκευάστηκε το υδροηλεκτρικό φράγμα της ΔΕΗ, στο Πουρνάρι του Πέτα, κατά τις χρονιές 1976 – 1981. Λόγω της ακανόνιστης ροής το γεφύρι κινδύνεψε κι έτσι ο πυθμένας του ενισχύθηκε από ενσύρματες κροκάλες.

Κι ο θρύλος; Όπως όλοι οι θρύλοι, έτσι κι αυτός έχει δόσεις αλήθειας. Όταν οι Τούρκοι θέλησαν να περάσουν με τα εφόδιά τους από τη γέφυρα, επιτάχθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής για να βοηθήσουν το χτίσιμο. Για να καθυστερήσουν όμως τους Τούρκους, τα βράδια πήγαιναν και κατέστρεφαν ότι είχαν χτίσει την ημέρα. Στην ερώτηση των Τούρκων για τις καθυστερήσεις, οι ντόπιοι απάντησαν πως το γεφύρι είναι στοιχειωμένο. Ο Τούρκος διοικητής έλαβε τα μέτρα του, εκτελώντας τον υπεύθυνο κατασκευής (πρωτομάστορα) και τη σύζυγό του. Αναγκαστικά οι εργασίες συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν, όχι χωρίς κατάρες απέναντι στο γεφύρι που θα χρησιμοποιούσαν οι εχθροί. Με το ξέσπασμα της επανάστασης όμως και την αναμονή του απελευθερωτικού ελληνικού στρατού (ο αδελφός από την ξενιτιά) οι κατάρες έγιναν ευχές για το γεφύρι που θα βοηθούσε στη συντριβή των Τούρκων.

Αξίζει να αναφέρουμε επίσης τον Πλάτανο του Αλή Πασά, ο οποίος βρίσκεται στην ανατολική αρχή της γέφυρας. Εκεί ο Τεπελενλής καθόταν και χάζευε όσους με διαταγή του κρέμονταν στα κλαριά του. Ο πλάτανος σώζεται ακόμη, καθώς και το γεφύρι. Αξίζει να το περπατήσει κανείς και να νιώσει την ιστορία του, φέρνοντας στο νου το ξακουστό τραγούδι:

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
“Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.”
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
“Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.”

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
“Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.”

Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
“Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
“Το δαχτυλίδι το ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά ‘βρει;”
“Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ’ το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά ‘βρω.”
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
“Τράβα, καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα.”

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
“Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια ‘χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.”

“Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο ‘χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.”
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
“Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

Πηγές:

  • Χαράλαμπος Γκούβας: “Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας”, εκδόσεις Ιδρύματος Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Πρέβεζας Χαράλαμπος Γκούβας”, 2009
  • Δήμος Αρταίων: «Το γεφύρι της Αρτας», ιστοσελίδα
  • Νικόλαος Πολίτης – Δημοτικά Τραγούδια επανέκδοση 1991 ISBN 960-329-337-7
  • Μποτουροπούλου Ιφιγένεια, «‘Του Γεφυριού της Άρτας’ : Ο μύθος της γυναίκας του Πρωτομάστορα », Γυναίκα και Μυθολογία-«Άξιον των γυναικών το γένος», Πρακτικά Ημερίδας, Εκδόσεις Δήμου Αθηναίων-Γραφείο Ισότητας, Ιούνιος 1998