tripolitsa

Της Άννας Παχή

Το παραδοσιακό άσμα κάνει λόγο για «40 παλικάρια από τη Λειβαδιά, (που) πάνε να πατήσουν την Τριπολιτσά». Σαφέστατα δεν ήταν μόνο 40 ούτε μόνο από τη Λειβαδιά. Ήταν πολλοί περισσότεροι, από όλα σχεδόν τα σημεία της τότε Ελλάδας. Η πόλη της Τρίπολης φημιζόταν για το χρήμα της κι όλοι την είχαν στο μάτι από την αρχή. Ήταν κέντρο, τόσο διοικητικό και στρατιωτικό, όσο και οικονομικό ιδιαίτερα καθώς από το 1786 ήταν η έδρα του Μοριά υπό τη διοίκηση του Πασά του Μορέως. Εξαιρετικό οχυρό, είχε ισχυρά τείχη με πύργους και πολεμίστρες αν και από τα τριάντα κανόνια της λίγα ήταν σε καλή κατάσταση ενώ η φυσική της θέση, στη μέση πεδιάδας καθιστούσε αδύνατη την υποστήριξη από τη θάλασσα. Κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, με την έναρξη όμως της Επανάστασης οι περισσότεροι έφυγαν κι αντικαταστάθηκαν από Τούρκους που κατέφυγαν εκεί για ασφάλεια. Με διαταγή των Τούρκων, πριν ακόμη ξεσπάσει η επανάσταση, έφτασαν στην πόλη Έλληνες προεστοί και αρχιερείς που βίωναν συνθήκες ομηρίας, ως εξασφάλιση πως η Επανάσταση δε θα γινόταν. Στις αρχές Ιουνίου 1821 όταν ξεκίνησε η πολιορκία, βρίσκονταν στην Τριπολιτσά περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άμαχοι Τούρκοι, Εβραίοι και αρκετές χιλιάδες ενόπλων.

Η κατάληψη της Τριπολιτσάς ήταν προσωπικό όραμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που με την επιμονή του έπεισε προεστούς και οπλαρχηγούς ενώ ταυτόχρονα προετοίμασε το έδαφος νικώντας στις γειτονικές περιοχές Βαλτετσίου και Δολιανών.

Με την έναρξη της πολιορκίας, άρχισαν να συρρέουν έξω από τα τείχη πλήθη χριστιανών που ήθελαν μερίδιο από τα πλούτη της πόλης, ενώ ταυτόχρονα, πολιορκημένοι και πολιορκούμενοι διαπραγματεύονταν την επί πληρωμή διαφυγή των πρώτων. Ως συνήθως, οι πλουσιότεροι κατάφεραν και έφυγαν μαζί με τα υπάρχοντά τους, κάνοντας πλούσιους οπλαρχηγούς όπως ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα και άλλοι. Μόνη φωτεινή εξαίρεση ο Νικηταράς που κράτησε χαρακτήρα και δεν πήρε φράγκο. Τίποτα βέβαια δεν έχει αποδειχθεί. Η Μπουμπουλίνα ήταν πλούσια από μόνη της και ο Κολοκοτρώνης δεν υπήρξε ποτέ παραδόπιστος. Την ακριβή ιστορική αλήθεια δε θα τη μάθουμε ποτέ.

Πριν ακόμη πέσει η πόλη, οι Έλληνες κανόνισαν τη μοιρασιά των λάφυρων. Οι στρατιώτες που δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας θα έπαιρναν τα τρία τέταρτα της λείας σε ίσα μερίδια, ενώ το υπόλοιπο ποσό θα πήγαινε στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο. Προβλέφθηκαν αποζημιώσεις για τις οικογένειες των στρατιωτών που θα έπεφταν στη μάχη, ακόμη και bonus για κάθε Τούρκο αιχμάλωτο. Νοικοκυρεμένα πράματα.

Κολοκοτρώνης, Γιατράκος, Αναγνωσταράς και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν επικεφαλείς των αντίστοιχων στρατιωτικών σωμάτων που κύκλωσαν την πόλη. Τον Αύγουστο, στη μάχη της Γράνας, ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να αρπάξει τρόφιμα και πολεμοφόδια από τους Τούρκους φέρνοντας σε απόγνωση τους πολιορκημένους.

Στην Τριπολιτσά θέριζε η πείνα και η δίψα. Παρά τις δοσοληψίες (νερό και φαγητό πληρωμένα με πολύτιμα είδη) η κατάσταση ήταν αφόρητη. Στις 6 Σεπτεμβρίου οι οθωμανές της πόλης συγκεντρώθηκαν κάτω από το σαράι απαιτώντας συμβιβασμό. Ο διοικητής Κεχαγιάμπεης υποχώρησε και προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με τους Έλληνες χρησιμοποιώντας τους αρχιερείς και προεστούς που κρατούνταν ακόμη όμηροι. Δυστυχώς οι περισσότεροι είχαν ήδη πεθάνει από τις κακουχίες. Όσοι παρέμειναν ζωντανοί – και λόγω του φόβου για κατάληψη της πόλης – είχαν καλύτερη τύχη. Οι Τούρκοι έδειξαν μεταμέλεια σε μια προσπάθεια να γλυτώσουν από την οργή των πολιορκητών.

Οι επίσημες διαπραγματεύσεις δεν είχαν σοβαρό αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι ζητούσαν την παράδοση των όπλων των Ελλήνων και μιλούσαν για ‘έλεος του Σουλτάνου’. Οι Έλληνες απάντησαν πως διασφαλίζουν τη ζωή των Τούρκων φτάνει αυτοί να έφευγαν να πάνε αλλού.

Στην πρώτη ανακωχή, πλήθος κόσμου ξεχύθηκε από την πόλη για να απογυμνωθούν από τα αλβανικά σώματα που τους περίμεναν. Το δεύτερο κύμα βρήκε το θάνατο από τα ελληνικά πυρά. Οι πόρτες έκλεισαν κι όσοι είχαν βγει αφέθηκαν στα μετόπισθεν του στρατοπέδου να προσπαθούν να τραφούν με ότι έβρισκαν.

Στις 15 Σεπτεμβρίου έγιναν νέες διαπραγματεύσεις. Οι Τούρκοι ζήτησαν να τους δοθεί βοήθεια να φύγουν μαζί με τα όπλα τους. Οι Έλληνες δέχτηκαν το πρώτο κι αρνήθηκαν το δεύτερο. Ακολούθησε άλλη μια άκαρπη συνάντηση.

Οι ιδιωτικές συμφωνίες ήταν πιο ζουμερές. Καθώς οι Αλβανοί ήταν προσκείμενοι στον πασά των Ιωαννίνων, οι Σουλιώτες, ως απεσταλμένοι του, κατάφεραν να κλειστεί ιδιαίτερη συμφωνία: οι Αλβανοί θα έφευγαν οπλισμένοι, με τις οικογένειες και τις περιουσίες τους με την υπόσχεση να πολεμήσουν το σουλτάνο όταν θα έφταναν ασφαλής στην Ήπειρο. Ελμάσπεης και Κολοκοτρώνης έδωσαν τα χέρια.

Όταν η συμφωνία μαθεύτηκε, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς πανικοβλήθηκαν καθώς θα έμεναν μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τον όχλο εκτός των τειχών. Ξέσπασαν ένοπλες φιλονικίες κι οι Τούρκοι άρχισαν είτε μεμονωμένα, είτε σε ομάδες να βγαίνουν και να παραδίνονται.

Στις 23 Σεπτεμβρίου οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς άρχισαν να φεύγουν και οι Τούρκοι να πανικοβάλλονται όλο και περισσότερο δίνοντας βάρος στις διαπραγματεύσεις, αφήνοντας αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.

Σύμφωνα με το Σπυρίδωνα Τρικούπη, στις εννέα το πρωί Έλληνες στρατιώτες λειτουργώντας αυτόνομα, πάτησαν ο ένας στις πλάτες του άλλου και μπήκαν μέσα στο οχυρό. Ύψωσαν την ελληνική σημαία κι άνοιξαν τις πύλες. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, αλλά το αποτέλεσμα είναι ίδιο.

Ακολούθησε σφαγή που κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες. Οι Έλληνες έκαψαν, λεηλάτησαν, βασάνισαν εκπαραθύρωσαν και στο τέλος σκότωσαν όποιον βρήκαν. Άμαχοι, Τούρκοι, Εβραίοι, γυναίκες, παιδιά. Διάφορες πηγές δίνουν διαφορετικό αριθμό θυμάτων, μιλάμε όμως για περίπου 10.000 ψυχές.

«Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν……η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων……εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι……όλοι κατεστράφησαν». Αυτή είναι η αφήγηση της σφαγής κατά τον Σπ. Τρικούπη.

Ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του αναφέρει : «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες» Ο Φωτάκος αναφέρει: «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νού μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους…» Ο Raybaud, ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας από τους ξένους συγγραφείς καταλήγει: «σ’ ένα μόνο νόμο υπάκουαν, σ’ αυτόν της καταστροφής, σ’ ένα σύνθημα, της σφαγής».

Οι προσπάθειες κάποιων οπλαρχηγών να σώσουν μερικούς στάθηκε άκαρπη. Στις 26 Σεπτεμβρίου ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να διορίσει αστυνόμο τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο προκειμένου να σταματήσει η λεηλασία. Στην Τριπολιτσά επικρατούσε χάος.

Οι αναφορές των ξένων ανταποκριτών (υπήρχαν και τότε) προς την Ευρώπη ήταν τραγικές. Προς υπεράσπιση των Ελλήνων για τις φρικαλεότητες, ο Φωτάκος αναφέρει: «Δεν τους εσκότωσαν από ωμότητα οι Έλληνες τους Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μας εκατηγόρησεν, ούτε διά κανένα άλλον σκοπόν, καθώς είδαμε, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, την οποίαν έτρεφαν εναντίον των».

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης προσπαθεί να εξορθολογίσει τη σφαγή : «Οι Έλληνες έπρεπε όλοι να βάψουν τα χέρια τους στο αίμα των τυράννων τους για να συνηθίσουν να τους σκοτώνουν και να μη μείνει καμιά ελπίδα συνδιαλλαγής. Άλλωστε δεν μπορούσαν να τους τρέφουν, κινδύνευαν από επιδημίες εξ αιτίας τους και θα τους είχαν στα νώτα τους σε περίπτωση εισβολής των Τούρκων.

«Λαός, αποτινάσσων πολυχρόνιον και βαρύν ζυγόν», λέει ο Τρικούπης «κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του• ο δε οπλοφόρος της Ελλάδος λαός ήτον έτι μάλλον ακράτητος κατ’ εκείνας τας ημέρας, διότι ούτε κυβέρνησις υπήρχεν, ούτε μισθός εδίδετο, ούτε τροφαί τακτικώς διενέμοντο, ούτε μέλλον ασφαλές εφαίνετο, ούτε ο άτακτος επαιδεύετο, ούτε ο σωφρονών αντημείβετο». Και καταλήγει : «Ουδαμώς προτιθέμεθα να δικαιολογήσωμεν τας επί της αλώσεως της Τριπολιτσάς απανθρωπίας των Ελλήνων, ως απανθρωπίας ομογενών, υπενθυμίζομεν μόνον, ότι παντός λαού ιστορία, και αυτών των μάλλον εξευγενισμένων, έχει σελίδας απανθρωπίας» και φέρνει παράδειγμα την σφαγή που διατάχθηκε από τον Ναπολέοντα στην Ιόππη (Γιάφα).

Και τα τόσο επιθυμητά λάφυρα; Γεγονός είναι πως κάποιοι έκαναν περιουσίες από τις δοσοληψίες της μαύρης αγοράς τροφίμων και της ασφαλούς φυγάδευσης. Η πλειονότητα των στρατιωτών απέκτησε κάποια τιμαλφή που ανταλλάχθηκαν για λίγα νομίσματα. Ο πλούτος της πόλης σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους.

Έμεινε όμως η αρρώστια. Οι άταφοι νεκροί, το υγρό κλίμα και οι κακουχίες οδήγησαν σε επιδημία τύφου στην Τριπολιτσά, που μεταφέρθηκε μέσω των στρατιωτών. Το χειμώνα του 1821 το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Πελοποννήσου πέθανε από το λιμό.

Το αποτέλεσμα της άλωσης ήταν τελικά ηθικό, όχι οικονομικό. Πολλά όπλα και πυρομαχικά έπεσαν στα χέρια της Επανάστασης, κυρίως όμως, ενισχύθηκε το φρόνημα και οι Έλληνες συνειδητοποίησαν πως μπορούσαν να επιτύχουν. Η Επανάσταση εδραιώνεται κι εξαπλώνεται. Η φρίκη δεν αποσιωπάται όμως – σύμφωνα με τον Κωστή Παπαγιώργη – «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση -έστω και ανόσια. Μόνο με την άλωση της Τριπολιτσάς οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βαθύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία και στο λύθρο οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να δικαιολογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθησαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρούσαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάσταση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν την φυλετική τους αυτοπεποίθεση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωϊκών θυσιών γι’αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενω η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».

Δεν έχει άδικο.