H Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου υπήρξε. Γεννήθηκε και πέθανε στη Ζάκυνθο, όπου έζησε τα λίγα της χρόνια. Αγάπησε με πάθος τα γράμματα και τους αφοσιώθηκε, μελετώντας και γράφοντας η ίδια. Θεωρείται – πλέον – η πρώτη γυναίκα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.

Η Ελισάβετ ανήκε στην αριστοκρατία. Αυτό σημαίνει πως δεν πεινούσε, δεν κρύωνε, ήταν όμως κι εκείνη, όπως όλες οι γυναίκες της εποχής της, από την όποια κοινωνική τάξη, σκλάβα. Οι φορές που έβγαινε έξω από το σπίτι της ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού – ετησίως. Δεν είχε πρόσβαση στη γνώση. Δεν είχε πρόσβαση στον κόσμο. Έκανε ότι της έλεγαν, όταν της το έλεγαν. Τα γράμματα που έμαθε της άνοιξαν το μυαλό, κι απέκτησε μεγαλύτερη επίγνωση της σκλαβιάς της, όσων θα μπορούσε να κάνει και δεν έκανε, επειδή…. ήταν γυναίκα.

 

Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου έγινε γνωστή πολύ πρόσφατα, αλλά όχι ιδιαίτερα. Το ταλέντο της στην γραφή αναγνωρίστηκε, αλλά όχι ιδιαίτερα. Ο πολύς κόσμος δεν την γνωρίζει, όπως άλλους λογοτέχνες μας, τον Σολωμό ας πούμε, τον Κάλβο και τους συγχρόνους τους. Όταν ανακαλύφθηκαν τα γραπτά της δεν έγινε ιδιαίτερος ‘ντόρος’. Δεν δικαιώθηκε ποτέ* εν ολίγοις.

 

Αυτό το κενό καλύπτει η παράσταση ‘Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου… και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα’, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Κατσιώνη και κείμενο της Μαρίνας Κονταρίνη, βασισμένο πάνω στην αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου. Μην τρομάζετε, η παράσταση δεν κουνά το δάχτυλο σε κανέναν, ούτε κατηγορεί τους άνδρες-δυνάστες. Τόσο ήξεραν, τόσο έκαναν κι αυτοί…

Το έργο παρουσιάζει γενικά την καθημερινότητα και την ζωή των γυναικών του -όχι και τόσο μακρινού –  19ου αιώνα και ειδικά της Ελισάβετ. Το κείμενο είναι υπέροχο, σεβόμενο την ντοπιολαλιά της Ζακύνθου, σε καμία περίπτωση όμως δυσνόητο. Ο λόγος ρέει μουσικά σχεδόν κι είναι απόλαυση τόσο να τον ακούς, όσο και να τον νιώθεις. Το δράμα της Ελισάβετ σε συνεπαίρνει, χωρίς εντυπωσιασμούς. Λιτή σκηνοθεσία, λιτά σκηνικά, υποστηρίζουν και δεν ‘σκεπάζουν’ την ουσία αυτής της παράστασης.

Η σκηνοθέτης παρουσιάζει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία: Ένας μονόλογος που ερμηνεύεται από τρεις ηθοποιούς, αντί για έναν, όπως έχουμε συνηθίσει. Τρεις γυναίκες  μιλούν με την φωνή της Ελισάβετ σε διαφορετικές και ταυτόχρονα παράλληλες στιγμές της ζωής της. Εξαιρετικές οι Μαρίνα Κονταρίνη, Γεωργία Καραμέρου και η ίδια η Μαρία Κατσιώνη στον ρόλο της Ελισάβετ, πολύ καλή και η Νάγια Δούκα στον ρόλο της αφηγήτριας.

Ιδιαίτερη συμβολή στην ατμόσφαιρα της παράστασης, έχουν οι μουσικοί Γιάννης Καρανάσιος στο σαξόφωνο και Βαγγέλης Τσιλιβίγκος στην τρομπέτα. Πολύ όμορφα τα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα και η κίνηση, επιμέλεια της Γεωργίας Καραμέρου. Υπέροχη η μουσική των Μαρίας Κοτρότσου και Βασίλη Τσαντίλα.

 

Γιατί να την δείτε; Πρώτα από όλα για να απολαύσετε μια άψογη θεατρική δουλειά. Η παράσταση είναι χαρά για τα μάτια και τα αυτιά. Θα μάθετε την ιστορία μιας γυναίκας που καταδικάστηκε – όπως και πολλές, πάρα πολλές άλλες – να ζει στην φυλακή της οικίας της  και εκτός του κόσμου τούτου, λόγω του φύλου της. Θα δείτε τις προσπάθειες της να μάθει, να γνωρίσει, να δημιουργήσει. Θα βρείτε σε κείνην δικά σας στοιχεία, που θα σας βοηθήσουν να την καταλάβετε. Προσωπικά συγκινήθηκα πολύ με αυτήν την παράσταση, κυρίως επειδή – όπως έγραψα και νωρίτερα – δεν ‘κουνά το δάχτυλο’, δεν φωνάζει για την αδικία, δεν υπερβάλλει. Παρουσιάζει έναν εξαιρετικό άνθρωπο που έκανε το περισσότερο που μπόρεσε για να αγγίζει τα όνειρα του. Και ίσως κι εσείς, όπως κι εγώ, αφιερώσετε μια σκέψη για την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Την αξίζει.

 

Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στο πλαίσιο της ομαδικής εικαστικής έκθεσης ‘Και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα’ που φιλοξενείται στον πρώτο και δεύτερο όροφο του Ιδρύματος. Θα παιχτεί και αλλού, οπότε και θα ενημερωθείτε. Ψάξτε την. Θα είναι κρίμα να την χάσετε.

 

*Όπως πολύ σωστά είπε ο διοργανωτής της έκθεσης Δημήτρης Λαζάρου.