palaiologos

(Μέρος Α’)

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Η Κωνσταντινούπολη – ή αλλιώς Νέα Ρώμη, Βασιλεύουσα, Θεοφύλακτη, ή απλά Πόλη – ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο, γιο της μετέπειτα Αγίας Ελένης, και χάθηκε από έναν άλλο Κωνσταντίνο, γιο μιας άλλης Ελένης. Η μοίρα επεφύλαξε στον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο  την ύψιστη τιμή να στεφθεί αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και να ηττηθεί από το Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, κλείνοντας έτσι μία περίλαμπρη ιστορία 1.100 ετών, όντας ο τελευταίος από μια μακρά σειρά αυτοκρατόρων που σφράγισαν με την παρουσία τους την ιστορία του Ελληνισμού. Ηρωικός και τραγικός συνάμα και σε κάθε περίπτωση πραγματικά μεγάλος Έλληνας.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ήταν τρίτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση (Ντράγκατς), η οποία ήταν αριστοκράτισσα σερβικής καταγωγής. Γι’ αυτό  λεγόταν και Δραγάσης. Στα προσωπικά του δεν είχε σταθεί καθόλου τυχερός, καθώς νυμφεύθηκε δύο φορές, αλλά και οι δύο (λατινικής καταγωγής) γυναίκες του  πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Δεν πρόλαβε να αποκτήσει απογόνους. Υπάρχουν ωστόσο φήμες ότι υπήρξε και τρίτη γυναίκα στη ζωή του, η Άννα, κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά. Λένε ότι πρόλαβε και τη φυγάδευσε ο Κωνσταντίνος στη Βενετία, όπου εκείνη ίδρυσε ελληνική παροικία και ελληνικό τυπογραφείο. Πάντως δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες αν όντως είχε προλάβει να την παντρευτεί ή αν είχαν μείνει στους αρραβώνες.

Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στο θρόνο το 1449, ύστερα από το θάνατο του αυτοκράτορα αδερφού του Ιωάννη Η΄, ενώ από το 1443 είχε ανακηρυχθεί Δεσπότης (Πρίγκηπας) του Μυστρά και είχε κάνει προσπάθειες να απελευθερώσει την ηπειρωτική Ελλάδα από τους Τούρκους. Παρ’ όλο που αρχικά απελευθέρωσε αρκετές πόλεις, στο τέλος νικήθηκε και αναγκάστηκε να γίνει φόρου υποτελής στο Σουλτάνο. Ο Μυστράς όμως αποτελούσε κέντρο του εμπορίου, των γραμμάτων και των τεχνών, με ιδιαίτερη αίγλη. Ο σημερινός επισκέπτης σίγουρα νιώθει ρίγη συγκίνησης, εξάλλου αυτό αποδίδουν και οι στίχοι του Κυριάκου Ντούμα, σε μουσική Στέλιου Φωτιάδη:

Κάποια γιορτή, κάποιο μπαλκόνι, κάποιο Μάρτη και την αγάπη να ξυπνάει στο Μυστρά, πάνω στο κάστρο αγναντεύοντας τη Σπάρτη και τον Ευρώτα να κυλάει σαν τη χαρά.

Εκεί έγινε και η στέψη του Κωνσταντίνου, στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η μητέρα του και ο Ιωάννης είχαν δηλώσει την προτίμησή τους στο πρόσωπό του, γιατί τον θεωρούσαν ιδιαίτερα συνετό.

Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τα ηνία ενός κράτους που την αυτοκρατορία αποτελούσε μόνο η Κωνσταντινούπολη, με  πληθυσμό το πολύ εκατό χιλιάδες κατοίκους, οι γειτονικές περιοχές της Ανατολικής Θράκης, μερικά νησιά του Αιγαίου και η Πελοπόννησος. Ο Κωνσταντίνος βρήκε τα κρατικά ταμεία σχεδόν άδεια και τον άλλοτε κραταιό στρατό και το στόλο σε αποδιοργάνωση. Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τη Δύση ήταν κάκιστες από το 1054, όταν είχε συμβεί το Σχίσμα μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συν τοις άλλοις, ο λαός ήταν διχασμένος. (Το έχουμε αυτό το κουσούρι εμείς οι Έλληνες.) Από τη μία οι ενωτικοί, που υποστήριζαν την ένωση των Εκκλησιών και στους οποίους ανήκε ο Κωνσταντίνος, και από την άλλη οι ανθενωτικοί, που δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν τέτοιο ενδεχόμενο, για να μην προδώσουν την ορθόδοξη πίστη. Ενδεικτικά, ο Λουκάς Νοταράς δήλωνε ότι «είναι καλύτερο να δω στην Πόλη να βασιλεύει το τουρκικό φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα». (Αυτόν τον έπιασαν οι Τούρκοι με την Άλωση και τον σκότωσαν.) Και όλα αυτά τη στιγμή που οι Τούρκοι αποτελούσαν διαρκή απειλή για την Πόλη…

Το 1451 έγινε σουλτάνος των Οθωμανών Τούρκων ο Μωάμεθ Β΄, βάζοντας σκοπό της ζωής του να κατακτήσει την Πόλη. Έχτισε και στις δύο ακτές του Βοσπόρου πανίσχυρα φρούρια που τα εξόπλισε με μεγάλα κανόνια και συγκέντρωσε μία πολυεθνική στρατιά από περίπου 160.000 άνδρες. Μεταξύ αυτών ήταν και περίπου 12.000 φανατισμένοι γενίτσαροι, που είχαν στρατολογηθεί με το διαβόητο παιδομάζωμα από χριστιανικές οικογένειες και αποτελούσαν την αφρόκρεμα του στρατού. Στον τουρκικό στρατό υπηρετούσαν και Λατίνοι και Σέρβοι, ακόμα και ορισμένοι Έλληνες (!). Ο Μωάμεθ προσέλαβε επίσης έναν Ούγγρο μηχανικό, τον Ουρβανό, γνωστό για την απληστία του, και τον φόρτωσε με χρυσάφι για να του κατασκευάσει το μεγαλύτερο κανόνι που είχε ποτέ κατασκευαστεί. Είχε προσεγγίσει και ο Κωνσταντίνος τον Ουρβανό, αλλά δυστυχώς δεν διέθετε το χρυσάφι του Μωάμεθ…

Ο Κωνσταντίνος φρόντισε να οργανώσει την άμυνα όσο καλύτερα μπορούσε. Είχε μόλις 5.000 Έλληνες και 3.000 ξένους στρατιώτες (υπήρχαν και ξένοι κάτοικοι στην Πόλη). Ανάμεσά τους ήταν και ο Γενοβέζος Ιουστινιάνης με 700 πάνοπλους άνδρες. Συγκέντρωσε σιτάρι στις αποθήκες και έδωσε εντολή να επισκευαστούν τα πανάρχαια τείχη. Έστειλε και απεσταλμένους στη Δύση για να ζητήσει ενισχύσεις. Αλλά κανένας στρατός και κανένας στόλος δεν έφτασε για βοήθεια… Ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε ότι θα πολεμούσε μόνος του. Μέχρις εσχάτων…

(Συνεχίζεται)